Ancient Greek-English Dictionary Language

σχολαστής

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: σχολαστής σχολαστοῦ

Structure: σχολαστ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: sxola/zw

Sense

  1. one who lives at ease
  2. leisurely, idle

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἶθ’ ὁρῶν εἰσ στάσιν, ἐκ δὲ τῆσ στάσεωσ εἰσ ἄκρατον ἐμπίπτοντα τὰ πράγματα μοναρχίαν, ἐπὶ τὸν σχολαστὴν καί θεωρητικὸν ἐλθὼν βίον Ἕλλησί συνῆν φιλολόγοισ καί προσεῖχε τοῖσ μαθήμασιν, ἄχρι οὗ Σύλλασ ἐκράτησε καί κατάστασίν τινα λαμβάνειν ἔδοξεν ἡ πόλισ. (Plutarch, Cicero, chapter 3 2:1)
  • σόλων δὲ τοῖσ πράγμασι τοὺσ νόμουσ μᾶλλον ἢ τὰ πράγματα τοῖσ νόμοισ προσαρμόζων, καὶ τῆσ χώρασ τὴν φύσιν ὁρῶν τοῖσ γεωργοῦσι γλίσχρωσ διαρκοῦσαν, ἀργὸν δὲ καὶ σχολαστὴν ὄχλον οὐ δυναμένην τρέφειν, ταῖσ τέχναισ ἀξίωμα περιέθηκε, καὶ τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἔταξεν ἐπισκοπεῖν ὅθεν ἕκαστοσ ἔχει τὰ ἐπιτήδεια, καὶ τοὺσ ἀργοὺσ κολάζειν. (Plutarch, , chapter 22 3:1)

Synonyms

  1. one who lives at ease

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION