헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συσχολάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συσχολάζω συσχολάσω

형태분석: συ (접두사) + σχολάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be a fellow-pupil or companion in philosophy, to pass one's time with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσχολάζω

συσχολάζεις

συσχολάζει

쌍수 συσχολάζετον

συσχολάζετον

복수 συσχολάζομεν

συσχολάζετε

συσχολάζουσιν*

접속법단수 συσχολάζω

συσχολάζῃς

συσχολάζῃ

쌍수 συσχολάζητον

συσχολάζητον

복수 συσχολάζωμεν

συσχολάζητε

συσχολάζωσιν*

기원법단수 συσχολάζοιμι

συσχολάζοις

συσχολάζοι

쌍수 συσχολάζοιτον

συσχολαζοίτην

복수 συσχολάζοιμεν

συσχολάζοιτε

συσχολάζοιεν

명령법단수 συσχόλαζε

συσχολαζέτω

쌍수 συσχολάζετον

συσχολαζέτων

복수 συσχολάζετε

συσχολαζόντων, συσχολαζέτωσαν

부정사 συσχολάζειν

분사 남성여성중성
συσχολαζων

συσχολαζοντος

συσχολαζουσα

συσχολαζουσης

συσχολαζον

συσχολαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσχολάζομαι

συσχολάζει, συσχολάζῃ

συσχολάζεται

쌍수 συσχολάζεσθον

συσχολάζεσθον

복수 συσχολαζόμεθα

συσχολάζεσθε

συσχολάζονται

접속법단수 συσχολάζωμαι

συσχολάζῃ

συσχολάζηται

쌍수 συσχολάζησθον

συσχολάζησθον

복수 συσχολαζώμεθα

συσχολάζησθε

συσχολάζωνται

기원법단수 συσχολαζοίμην

συσχολάζοιο

συσχολάζοιτο

쌍수 συσχολάζοισθον

συσχολαζοίσθην

복수 συσχολαζοίμεθα

συσχολάζοισθε

συσχολάζοιντο

명령법단수 συσχολάζου

συσχολαζέσθω

쌍수 συσχολάζεσθον

συσχολαζέσθων

복수 συσχολάζεσθε

συσχολαζέσθων, συσχολαζέσθωσαν

부정사 συσχολάζεσθαι

분사 남성여성중성
συσχολαζομενος

συσχολαζομενου

συσχολαζομενη

συσχολαζομενης

συσχολαζομενον

συσχολαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσχολάσω

συσχολάσεις

συσχολάσει

쌍수 συσχολάσετον

συσχολάσετον

복수 συσχολάσομεν

συσχολάσετε

συσχολάσουσιν*

기원법단수 συσχολάσοιμι

συσχολάσοις

συσχολάσοι

쌍수 συσχολάσοιτον

συσχολασοίτην

복수 συσχολάσοιμεν

συσχολάσοιτε

συσχολάσοιεν

부정사 συσχολάσειν

분사 남성여성중성
συσχολασων

συσχολασοντος

συσχολασουσα

συσχολασουσης

συσχολασον

συσχολασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσχολάσομαι

συσχολάσει, συσχολάσῃ

συσχολάσεται

쌍수 συσχολάσεσθον

συσχολάσεσθον

복수 συσχολασόμεθα

συσχολάσεσθε

συσχολάσονται

기원법단수 συσχολασοίμην

συσχολάσοιο

συσχολάσοιτο

쌍수 συσχολάσοισθον

συσχολασοίσθην

복수 συσχολασοίμεθα

συσχολάσοισθε

συσχολάσοιντο

부정사 συσχολάσεσθαι

분사 남성여성중성
συσχολασομενος

συσχολασομενου

συσχολασομενη

συσχολασομενης

συσχολασομενον

συσχολασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION