Ancient Greek-English Dictionary Language

συστοιχέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συστοιχέω

Structure: συ (Prefix) + στοιχέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from su/stoixos

Sense

  1. to correspond to

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συστοίχω συστοίχεις συστοίχει
Dual συστοίχειτον συστοίχειτον
Plural συστοίχουμεν συστοίχειτε συστοίχουσιν*
SubjunctiveSingular συστοίχω συστοίχῃς συστοίχῃ
Dual συστοίχητον συστοίχητον
Plural συστοίχωμεν συστοίχητε συστοίχωσιν*
OptativeSingular συστοίχοιμι συστοίχοις συστοίχοι
Dual συστοίχοιτον συστοιχοίτην
Plural συστοίχοιμεν συστοίχοιτε συστοίχοιεν
ImperativeSingular συστοῖχει συστοιχεῖτω
Dual συστοίχειτον συστοιχεῖτων
Plural συστοίχειτε συστοιχοῦντων, συστοιχεῖτωσαν
Infinitive συστοίχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συστοιχων συστοιχουντος συστοιχουσα συστοιχουσης συστοιχουν συστοιχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συστοίχουμαι συστοίχει, συστοίχῃ συστοίχειται
Dual συστοίχεισθον συστοίχεισθον
Plural συστοιχοῦμεθα συστοίχεισθε συστοίχουνται
SubjunctiveSingular συστοίχωμαι συστοίχῃ συστοίχηται
Dual συστοίχησθον συστοίχησθον
Plural συστοιχώμεθα συστοίχησθε συστοίχωνται
OptativeSingular συστοιχοίμην συστοίχοιο συστοίχοιτο
Dual συστοίχοισθον συστοιχοίσθην
Plural συστοιχοίμεθα συστοίχοισθε συστοίχοιντο
ImperativeSingular συστοίχου συστοιχεῖσθω
Dual συστοίχεισθον συστοιχεῖσθων
Plural συστοίχεισθε συστοιχεῖσθων, συστοιχεῖσθωσαν
Infinitive συστοίχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συστοιχουμενος συστοιχουμενου συστοιχουμενη συστοιχουμενης συστοιχουμενον συστοιχουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ὡσ ἂν ἓν τῶν συστοίχων καὶ τῶν ὁμοίων πτώσεων, καὶ τἆλλ’ ἀκολουθεῖ, οἱο͂ν εἰ τὸ ἀνδρείωσ κάλλιον καὶ αἱρετώτερον τοῦ σωφρόνωσ, καὶ ἀνδρεία σωφροσύνησ αἱρετωτέρα καὶ τὸ ἀνδρεῖον εἶναι τοῦ σωφρονεῖν. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 7 27:1)

Synonyms

  1. to correspond to

Derived

  • στοιχέω (to go in a line or row: to go in battle-order, to be in line with, walk by)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION