헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συσπουδάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συσπουδάζω συσπουδάσω

형태분석: συ (접두사) + σπουδάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make haste together, to join in zealous exertion, to pursue or execute zealously together with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσπουδάζω

συσπουδάζεις

συσπουδάζει

쌍수 συσπουδάζετον

συσπουδάζετον

복수 συσπουδάζομεν

συσπουδάζετε

συσπουδάζουσιν*

접속법단수 συσπουδάζω

συσπουδάζῃς

συσπουδάζῃ

쌍수 συσπουδάζητον

συσπουδάζητον

복수 συσπουδάζωμεν

συσπουδάζητε

συσπουδάζωσιν*

기원법단수 συσπουδάζοιμι

συσπουδάζοις

συσπουδάζοι

쌍수 συσπουδάζοιτον

συσπουδαζοίτην

복수 συσπουδάζοιμεν

συσπουδάζοιτε

συσπουδάζοιεν

명령법단수 συσπούδαζε

συσπουδαζέτω

쌍수 συσπουδάζετον

συσπουδαζέτων

복수 συσπουδάζετε

συσπουδαζόντων, συσπουδαζέτωσαν

부정사 συσπουδάζειν

분사 남성여성중성
συσπουδαζων

συσπουδαζοντος

συσπουδαζουσα

συσπουδαζουσης

συσπουδαζον

συσπουδαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσπουδάζομαι

συσπουδάζει, συσπουδάζῃ

συσπουδάζεται

쌍수 συσπουδάζεσθον

συσπουδάζεσθον

복수 συσπουδαζόμεθα

συσπουδάζεσθε

συσπουδάζονται

접속법단수 συσπουδάζωμαι

συσπουδάζῃ

συσπουδάζηται

쌍수 συσπουδάζησθον

συσπουδάζησθον

복수 συσπουδαζώμεθα

συσπουδάζησθε

συσπουδάζωνται

기원법단수 συσπουδαζοίμην

συσπουδάζοιο

συσπουδάζοιτο

쌍수 συσπουδάζοισθον

συσπουδαζοίσθην

복수 συσπουδαζοίμεθα

συσπουδάζοισθε

συσπουδάζοιντο

명령법단수 συσπουδάζου

συσπουδαζέσθω

쌍수 συσπουδάζεσθον

συσπουδαζέσθων

복수 συσπουδάζεσθε

συσπουδαζέσθων, συσπουδαζέσθωσαν

부정사 συσπουδάζεσθαι

분사 남성여성중성
συσπουδαζομενος

συσπουδαζομενου

συσπουδαζομενη

συσπουδαζομενης

συσπουδαζομενον

συσπουδαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσπουδάσω

συσπουδάσεις

συσπουδάσει

쌍수 συσπουδάσετον

συσπουδάσετον

복수 συσπουδάσομεν

συσπουδάσετε

συσπουδάσουσιν*

기원법단수 συσπουδάσοιμι

συσπουδάσοις

συσπουδάσοι

쌍수 συσπουδάσοιτον

συσπουδασοίτην

복수 συσπουδάσοιμεν

συσπουδάσοιτε

συσπουδάσοιεν

부정사 συσπουδάσειν

분사 남성여성중성
συσπουδασων

συσπουδασοντος

συσπουδασουσα

συσπουδασουσης

συσπουδασον

συσπουδασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσπουδάσομαι

συσπουδάσει, συσπουδάσῃ

συσπουδάσεται

쌍수 συσπουδάσεσθον

συσπουδάσεσθον

복수 συσπουδασόμεθα

συσπουδάσεσθε

συσπουδάσονται

기원법단수 συσπουδασοίμην

συσπουδάσοιο

συσπουδάσοιτο

쌍수 συσπουδάσοισθον

συσπουδασοίσθην

복수 συσπουδασοίμεθα

συσπουδάσοισθε

συσπουδάσοιντο

부정사 συσπουδάσεσθαι

분사 남성여성중성
συσπουδασομενος

συσπουδασομενου

συσπουδασομενη

συσπουδασομενης

συσπουδασομενον

συσπουδασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION