헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντελέθω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συντελέθω

형태분석: συν (접두사) + τελέθ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = suntele/w III

  1. 들어가다, ~에 속하다
  1. to belong to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντελέθω

(나는) 들어간다

συντελέθεις

(너는) 들어간다

συντελέθει

(그는) 들어간다

쌍수 συντελέθετον

(너희 둘은) 들어간다

συντελέθετον

(그 둘은) 들어간다

복수 συντελέθομεν

(우리는) 들어간다

συντελέθετε

(너희는) 들어간다

συντελέθουσιν*

(그들은) 들어간다

접속법단수 συντελέθω

(나는) 들어가자

συντελέθῃς

(너는) 들어가자

συντελέθῃ

(그는) 들어가자

쌍수 συντελέθητον

(너희 둘은) 들어가자

συντελέθητον

(그 둘은) 들어가자

복수 συντελέθωμεν

(우리는) 들어가자

συντελέθητε

(너희는) 들어가자

συντελέθωσιν*

(그들은) 들어가자

기원법단수 συντελέθοιμι

(나는) 들어가기를 (바라다)

συντελέθοις

(너는) 들어가기를 (바라다)

συντελέθοι

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 συντελέθοιτον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

συντελεθοίτην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 συντελέθοιμεν

(우리는) 들어가기를 (바라다)

συντελέθοιτε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

συντελέθοιεν

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 συντέλεθε

(너는) 들어가라

συντελεθέτω

(그는) 들어가라

쌍수 συντελέθετον

(너희 둘은) 들어가라

συντελεθέτων

(그 둘은) 들어가라

복수 συντελέθετε

(너희는) 들어가라

συντελεθόντων, συντελεθέτωσαν

(그들은) 들어가라

부정사 συντελέθειν

들어가는 것

분사 남성여성중성
συντελεθων

συντελεθοντος

συντελεθουσα

συντελεθουσης

συντελεθον

συντελεθοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντελέθομαι

(나는) 들어가여진다

συντελέθει, συντελέθῃ

(너는) 들어가여진다

συντελέθεται

(그는) 들어가여진다

쌍수 συντελέθεσθον

(너희 둘은) 들어가여진다

συντελέθεσθον

(그 둘은) 들어가여진다

복수 συντελεθόμεθα

(우리는) 들어가여진다

συντελέθεσθε

(너희는) 들어가여진다

συντελέθονται

(그들은) 들어가여진다

접속법단수 συντελέθωμαι

(나는) 들어가여지자

συντελέθῃ

(너는) 들어가여지자

συντελέθηται

(그는) 들어가여지자

쌍수 συντελέθησθον

(너희 둘은) 들어가여지자

συντελέθησθον

(그 둘은) 들어가여지자

복수 συντελεθώμεθα

(우리는) 들어가여지자

συντελέθησθε

(너희는) 들어가여지자

συντελέθωνται

(그들은) 들어가여지자

기원법단수 συντελεθοίμην

(나는) 들어가여지기를 (바라다)

συντελέθοιο

(너는) 들어가여지기를 (바라다)

συντελέθοιτο

(그는) 들어가여지기를 (바라다)

쌍수 συντελέθοισθον

(너희 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

συντελεθοίσθην

(그 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

복수 συντελεθοίμεθα

(우리는) 들어가여지기를 (바라다)

συντελέθοισθε

(너희는) 들어가여지기를 (바라다)

συντελέθοιντο

(그들은) 들어가여지기를 (바라다)

명령법단수 συντελέθου

(너는) 들어가여져라

συντελεθέσθω

(그는) 들어가여져라

쌍수 συντελέθεσθον

(너희 둘은) 들어가여져라

συντελεθέσθων

(그 둘은) 들어가여져라

복수 συντελέθεσθε

(너희는) 들어가여져라

συντελεθέσθων, συντελεθέσθωσαν

(그들은) 들어가여져라

부정사 συντελέθεσθαι

들어가여지는 것

분사 남성여성중성
συντελεθομενος

συντελεθομενου

συντελεθομενη

συντελεθομενης

συντελεθομενον

συντελεθομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετέλεθον

(나는) 들어가고 있었다

συνετέλεθες

(너는) 들어가고 있었다

συνετέλεθεν*

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 συνετελέθετον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

συνετελεθέτην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 συνετελέθομεν

(우리는) 들어가고 있었다

συνετελέθετε

(너희는) 들어가고 있었다

συνετέλεθον

(그들은) 들어가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετελεθόμην

(나는) 들어가여지고 있었다

συνετελέθου

(너는) 들어가여지고 있었다

συνετελέθετο

(그는) 들어가여지고 있었다

쌍수 συνετελέθεσθον

(너희 둘은) 들어가여지고 있었다

συνετελεθέσθην

(그 둘은) 들어가여지고 있었다

복수 συνετελεθόμεθα

(우리는) 들어가여지고 있었다

συνετελέθεσθε

(너희는) 들어가여지고 있었다

συνετελέθοντο

(그들은) 들어가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 들어가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION