Ancient Greek-English Dictionary Language

συνεξευρίσκω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνεξευρίσκω

Structure: συν (Prefix) + ἐξ (Prefix) + εὑρίσκ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to assist in finding out

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεξευρίσκω συνεξευρίσκεις συνεξευρίσκει
Dual συνεξευρίσκετον συνεξευρίσκετον
Plural συνεξευρίσκομεν συνεξευρίσκετε συνεξευρίσκουσιν*
SubjunctiveSingular συνεξευρίσκω συνεξευρίσκῃς συνεξευρίσκῃ
Dual συνεξευρίσκητον συνεξευρίσκητον
Plural συνεξευρίσκωμεν συνεξευρίσκητε συνεξευρίσκωσιν*
OptativeSingular συνεξευρίσκοιμι συνεξευρίσκοις συνεξευρίσκοι
Dual συνεξευρίσκοιτον συνεξευρισκοίτην
Plural συνεξευρίσκοιμεν συνεξευρίσκοιτε συνεξευρίσκοιεν
ImperativeSingular συνεξεύρισκε συνεξευρισκέτω
Dual συνεξευρίσκετον συνεξευρισκέτων
Plural συνεξευρίσκετε συνεξευρισκόντων, συνεξευρισκέτωσαν
Infinitive συνεξευρίσκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεξευρισκων συνεξευρισκοντος συνεξευρισκουσα συνεξευρισκουσης συνεξευρισκον συνεξευρισκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεξευρίσκομαι συνεξευρίσκει, συνεξευρίσκῃ συνεξευρίσκεται
Dual συνεξευρίσκεσθον συνεξευρίσκεσθον
Plural συνεξευρισκόμεθα συνεξευρίσκεσθε συνεξευρίσκονται
SubjunctiveSingular συνεξευρίσκωμαι συνεξευρίσκῃ συνεξευρίσκηται
Dual συνεξευρίσκησθον συνεξευρίσκησθον
Plural συνεξευρισκώμεθα συνεξευρίσκησθε συνεξευρίσκωνται
OptativeSingular συνεξευρισκοίμην συνεξευρίσκοιο συνεξευρίσκοιτο
Dual συνεξευρίσκοισθον συνεξευρισκοίσθην
Plural συνεξευρισκοίμεθα συνεξευρίσκοισθε συνεξευρίσκοιντο
ImperativeSingular συνεξευρίσκου συνεξευρισκέσθω
Dual συνεξευρίσκεσθον συνεξευρισκέσθων
Plural συνεξευρίσκεσθε συνεξευρισκέσθων, συνεξευρισκέσθωσαν
Infinitive συνεξευρίσκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεξευρισκομενος συνεξευρισκομενου συνεξευρισκομενη συνεξευρισκομενης συνεξευρισκομενον συνεξευρισκομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to assist in finding out

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION