헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδυάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδυάζω συνδυάσω

형태분석: συνδυάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 물다, 비교하다, 준비하다, 짝이 되다
  1. to join two and two, couple, to be coupled with something else
  2. to be coupled, to pair

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδυάζω

(나는) 문다

συνδυάζεις

(너는) 문다

συνδυάζει

(그는) 문다

쌍수 συνδυάζετον

(너희 둘은) 문다

συνδυάζετον

(그 둘은) 문다

복수 συνδυάζομεν

(우리는) 문다

συνδυάζετε

(너희는) 문다

συνδυάζουσιν*

(그들은) 문다

접속법단수 συνδυάζω

(나는) 물자

συνδυάζῃς

(너는) 물자

συνδυάζῃ

(그는) 물자

쌍수 συνδυάζητον

(너희 둘은) 물자

συνδυάζητον

(그 둘은) 물자

복수 συνδυάζωμεν

(우리는) 물자

συνδυάζητε

(너희는) 물자

συνδυάζωσιν*

(그들은) 물자

기원법단수 συνδυάζοιμι

(나는) 물기를 (바라다)

συνδυάζοις

(너는) 물기를 (바라다)

συνδυάζοι

(그는) 물기를 (바라다)

쌍수 συνδυάζοιτον

(너희 둘은) 물기를 (바라다)

συνδυαζοίτην

(그 둘은) 물기를 (바라다)

복수 συνδυάζοιμεν

(우리는) 물기를 (바라다)

συνδυάζοιτε

(너희는) 물기를 (바라다)

συνδυάζοιεν

(그들은) 물기를 (바라다)

명령법단수 συνδύαζε

(너는) 물어라

συνδυαζέτω

(그는) 물어라

쌍수 συνδυάζετον

(너희 둘은) 물어라

συνδυαζέτων

(그 둘은) 물어라

복수 συνδυάζετε

(너희는) 물어라

συνδυαζόντων, συνδυαζέτωσαν

(그들은) 물어라

부정사 συνδυάζειν

무는 것

분사 남성여성중성
συνδυαζων

συνδυαζοντος

συνδυαζουσα

συνδυαζουσης

συνδυαζον

συνδυαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδυάζομαι

(나는) 물려진다

συνδυάζει, συνδυάζῃ

(너는) 물려진다

συνδυάζεται

(그는) 물려진다

쌍수 συνδυάζεσθον

(너희 둘은) 물려진다

συνδυάζεσθον

(그 둘은) 물려진다

복수 συνδυαζόμεθα

(우리는) 물려진다

συνδυάζεσθε

(너희는) 물려진다

συνδυάζονται

(그들은) 물려진다

접속법단수 συνδυάζωμαι

(나는) 물려지자

συνδυάζῃ

(너는) 물려지자

συνδυάζηται

(그는) 물려지자

쌍수 συνδυάζησθον

(너희 둘은) 물려지자

συνδυάζησθον

(그 둘은) 물려지자

복수 συνδυαζώμεθα

(우리는) 물려지자

συνδυάζησθε

(너희는) 물려지자

συνδυάζωνται

(그들은) 물려지자

기원법단수 συνδυαζοίμην

(나는) 물려지기를 (바라다)

συνδυάζοιο

(너는) 물려지기를 (바라다)

συνδυάζοιτο

(그는) 물려지기를 (바라다)

쌍수 συνδυάζοισθον

(너희 둘은) 물려지기를 (바라다)

συνδυαζοίσθην

(그 둘은) 물려지기를 (바라다)

복수 συνδυαζοίμεθα

(우리는) 물려지기를 (바라다)

συνδυάζοισθε

(너희는) 물려지기를 (바라다)

συνδυάζοιντο

(그들은) 물려지기를 (바라다)

명령법단수 συνδυάζου

(너는) 물려져라

συνδυαζέσθω

(그는) 물려져라

쌍수 συνδυάζεσθον

(너희 둘은) 물려져라

συνδυαζέσθων

(그 둘은) 물려져라

복수 συνδυάζεσθε

(너희는) 물려져라

συνδυαζέσθων, συνδυαζέσθωσαν

(그들은) 물려져라

부정사 συνδυάζεσθαι

물려지는 것

분사 남성여성중성
συνδυαζομενος

συνδυαζομενου

συνδυαζομενη

συνδυαζομενης

συνδυαζομενον

συνδυαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδυάσω

(나는) 물겠다

συνδυάσεις

(너는) 물겠다

συνδυάσει

(그는) 물겠다

쌍수 συνδυάσετον

(너희 둘은) 물겠다

συνδυάσετον

(그 둘은) 물겠다

복수 συνδυάσομεν

(우리는) 물겠다

συνδυάσετε

(너희는) 물겠다

συνδυάσουσιν*

(그들은) 물겠다

기원법단수 συνδυάσοιμι

(나는) 물겠기를 (바라다)

συνδυάσοις

(너는) 물겠기를 (바라다)

συνδυάσοι

(그는) 물겠기를 (바라다)

쌍수 συνδυάσοιτον

(너희 둘은) 물겠기를 (바라다)

συνδυασοίτην

(그 둘은) 물겠기를 (바라다)

복수 συνδυάσοιμεν

(우리는) 물겠기를 (바라다)

συνδυάσοιτε

(너희는) 물겠기를 (바라다)

συνδυάσοιεν

(그들은) 물겠기를 (바라다)

부정사 συνδυάσειν

물 것

분사 남성여성중성
συνδυασων

συνδυασοντος

συνδυασουσα

συνδυασουσης

συνδυασον

συνδυασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδυάσομαι

(나는) 물려지겠다

συνδυάσει, συνδυάσῃ

(너는) 물려지겠다

συνδυάσεται

(그는) 물려지겠다

쌍수 συνδυάσεσθον

(너희 둘은) 물려지겠다

συνδυάσεσθον

(그 둘은) 물려지겠다

복수 συνδυασόμεθα

(우리는) 물려지겠다

συνδυάσεσθε

(너희는) 물려지겠다

συνδυάσονται

(그들은) 물려지겠다

기원법단수 συνδυασοίμην

(나는) 물려지겠기를 (바라다)

συνδυάσοιο

(너는) 물려지겠기를 (바라다)

συνδυάσοιτο

(그는) 물려지겠기를 (바라다)

쌍수 συνδυάσοισθον

(너희 둘은) 물려지겠기를 (바라다)

συνδυασοίσθην

(그 둘은) 물려지겠기를 (바라다)

복수 συνδυασοίμεθα

(우리는) 물려지겠기를 (바라다)

συνδυάσοισθε

(너희는) 물려지겠기를 (바라다)

συνδυάσοιντο

(그들은) 물려지겠기를 (바라다)

부정사 συνδυάσεσθαι

물려질 것

분사 남성여성중성
συνδυασομενος

συνδυασομενου

συνδυασομενη

συνδυασομενης

συνδυασομενον

συνδυασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνδύαζον

(나는) 물고 있었다

ἐσυνδύαζες

(너는) 물고 있었다

ἐσυνδύαζεν*

(그는) 물고 있었다

쌍수 ἐσυνδυάζετον

(너희 둘은) 물고 있었다

ἐσυνδυαζέτην

(그 둘은) 물고 있었다

복수 ἐσυνδυάζομεν

(우리는) 물고 있었다

ἐσυνδυάζετε

(너희는) 물고 있었다

ἐσυνδύαζον

(그들은) 물고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνδυαζόμην

(나는) 물려지고 있었다

ἐσυνδυάζου

(너는) 물려지고 있었다

ἐσυνδυάζετο

(그는) 물려지고 있었다

쌍수 ἐσυνδυάζεσθον

(너희 둘은) 물려지고 있었다

ἐσυνδυαζέσθην

(그 둘은) 물려지고 있었다

복수 ἐσυνδυαζόμεθα

(우리는) 물려지고 있었다

ἐσυνδυάζεσθε

(너희는) 물려지고 있었다

ἐσυνδυάζοντο

(그들은) 물려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ̓ ἄρχοντα χρὴ ἐπιτετάχθαι τῇ θήρᾳ, καὶ οὗτοσ συνδυαζέτω τὰσ κύνασ, καὶ ταττέτω ὡσ εἰ μὲν ταύτῃ πηδήσειεν, σὺ καὶ σὺ ἐπιλύειν, ἄλλοσ δὲ μὴ λυέτω· (Arrian, Cynegeticus, chapter 20 4:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 20 4:1)

  • ὅπερ ἡ νομὴ συνδυάζει, κἂν οὕτω συντεθῇ, δικαίωσ συνδυάζει. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 5 43:4)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 5 43:4)

  • πάντων δὴ τούτων ἢ κωλύεσθαι δέον ἦν ὁλοσχερῶσ τοὺσ Ἕλληνασ ἢ τελέωσ ἀλυσιτελῆ γίνεσθαι σφίσι τὴν ἀλλαγὴν αὐτῶν, Βυζαντίων ἤτοι βουλομένων ἐθελοκακεῖν καὶ συνδυάζειν ποτὲ μὲν Γαλάταισ, τοτὲ δὲ πλείονα Θρᾳξὶν ἢ τὸ παράπαν μὴ κατοικούντων τοὺσ τόπουσ· (Polybius, Histories, book 4, chapter 38 6:1)

    (폴리비오스, Histories, book 4, chapter 38 6:1)

  • βουλόμενοι γὰρ μηδένα τῶν ἐν ταῖσ ὑπεροχαῖσ καὶ δυναστείαισ ἀπελπίζειν τὴν ἐξ αὑτῶν ἐπικουρίαν καὶ συμμαχίαν, οὐκ ἐβούλοντο συνδυάζειν οὐδὲ προκαταλαμβάνειν σφᾶσ αὐτοὺσ ὁρ́κοισ καὶ συνθήκαισ, ἀλλ’ ἀκέραιοι διαμένοντεσ κερδαίνειν τὰσ ἐξ ἑκάστων ἐλπίδασ. (Polybius, Histories, book 30, chapter 5 8:1)

    (폴리비오스, Histories, book 30, chapter 5 8:1)

유의어

  1. to be coupled

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION