Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδουλεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδουλεύω συνδουλεύσω

Structure: συν (Prefix) + δουλεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be a fellow-slave with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδουλεύω συνδουλεύεις συνδουλεύει
Dual συνδουλεύετον συνδουλεύετον
Plural συνδουλεύομεν συνδουλεύετε συνδουλεύουσιν*
SubjunctiveSingular συνδουλεύω συνδουλεύῃς συνδουλεύῃ
Dual συνδουλεύητον συνδουλεύητον
Plural συνδουλεύωμεν συνδουλεύητε συνδουλεύωσιν*
OptativeSingular συνδουλεύοιμι συνδουλεύοις συνδουλεύοι
Dual συνδουλεύοιτον συνδουλευοίτην
Plural συνδουλεύοιμεν συνδουλεύοιτε συνδουλεύοιεν
ImperativeSingular συνδούλευε συνδουλευέτω
Dual συνδουλεύετον συνδουλευέτων
Plural συνδουλεύετε συνδουλευόντων, συνδουλευέτωσαν
Infinitive συνδουλεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδουλευων συνδουλευοντος συνδουλευουσα συνδουλευουσης συνδουλευον συνδουλευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδουλεύομαι συνδουλεύει, συνδουλεύῃ συνδουλεύεται
Dual συνδουλεύεσθον συνδουλεύεσθον
Plural συνδουλευόμεθα συνδουλεύεσθε συνδουλεύονται
SubjunctiveSingular συνδουλεύωμαι συνδουλεύῃ συνδουλεύηται
Dual συνδουλεύησθον συνδουλεύησθον
Plural συνδουλευώμεθα συνδουλεύησθε συνδουλεύωνται
OptativeSingular συνδουλευοίμην συνδουλεύοιο συνδουλεύοιτο
Dual συνδουλεύοισθον συνδουλευοίσθην
Plural συνδουλευοίμεθα συνδουλεύοισθε συνδουλεύοιντο
ImperativeSingular συνδουλεύου συνδουλευέσθω
Dual συνδουλεύεσθον συνδουλευέσθων
Plural συνδουλεύεσθε συνδουλευέσθων, συνδουλευέσθωσαν
Infinitive συνδουλεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδουλευομενος συνδουλευομενου συνδουλευομενη συνδουλευομενης συνδουλευομενον συνδουλευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδουλεύσω συνδουλεύσεις συνδουλεύσει
Dual συνδουλεύσετον συνδουλεύσετον
Plural συνδουλεύσομεν συνδουλεύσετε συνδουλεύσουσιν*
OptativeSingular συνδουλεύσοιμι συνδουλεύσοις συνδουλεύσοι
Dual συνδουλεύσοιτον συνδουλευσοίτην
Plural συνδουλεύσοιμεν συνδουλεύσοιτε συνδουλεύσοιεν
Infinitive συνδουλεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδουλευσων συνδουλευσοντος συνδουλευσουσα συνδουλευσουσης συνδουλευσον συνδουλευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδουλεύσομαι συνδουλεύσει, συνδουλεύσῃ συνδουλεύσεται
Dual συνδουλεύσεσθον συνδουλεύσεσθον
Plural συνδουλευσόμεθα συνδουλεύσεσθε συνδουλεύσονται
OptativeSingular συνδουλευσοίμην συνδουλεύσοιο συνδουλεύσοιτο
Dual συνδουλεύσοισθον συνδουλευσοίσθην
Plural συνδουλευσοίμεθα συνδουλεύσοισθε συνδουλεύσοιντο
Infinitive συνδουλεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδουλευσομενος συνδουλευσομενου συνδουλευσομενη συνδουλευσομενης συνδουλευσομενον συνδουλευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be a fellow-slave with

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION