Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιασώζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιασώζω

Structure: συν (Prefix) + διασώζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to assist in preserving

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιασώζω συνδιασώζεις συνδιασώζει
Dual συνδιασώζετον συνδιασώζετον
Plural συνδιασώζομεν συνδιασώζετε συνδιασώζουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιασώζω συνδιασώζῃς συνδιασώζῃ
Dual συνδιασώζητον συνδιασώζητον
Plural συνδιασώζωμεν συνδιασώζητε συνδιασώζωσιν*
OptativeSingular συνδιασώζοιμι συνδιασώζοις συνδιασώζοι
Dual συνδιασώζοιτον συνδιασωζοίτην
Plural συνδιασώζοιμεν συνδιασώζοιτε συνδιασώζοιεν
ImperativeSingular συνδιάσωζε συνδιασωζέτω
Dual συνδιασώζετον συνδιασωζέτων
Plural συνδιασώζετε συνδιασωζόντων, συνδιασωζέτωσαν
Infinitive συνδιασώζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιασωζων συνδιασωζοντος συνδιασωζουσα συνδιασωζουσης συνδιασωζον συνδιασωζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιασώζομαι συνδιασώζει, συνδιασώζῃ συνδιασώζεται
Dual συνδιασώζεσθον συνδιασώζεσθον
Plural συνδιασωζόμεθα συνδιασώζεσθε συνδιασώζονται
SubjunctiveSingular συνδιασώζωμαι συνδιασώζῃ συνδιασώζηται
Dual συνδιασώζησθον συνδιασώζησθον
Plural συνδιασωζώμεθα συνδιασώζησθε συνδιασώζωνται
OptativeSingular συνδιασωζοίμην συνδιασώζοιο συνδιασώζοιτο
Dual συνδιασώζοισθον συνδιασωζοίσθην
Plural συνδιασωζοίμεθα συνδιασώζοισθε συνδιασώζοιντο
ImperativeSingular συνδιασώζου συνδιασωζέσθω
Dual συνδιασώζεσθον συνδιασωζέσθων
Plural συνδιασώζεσθε συνδιασωζέσθων, συνδιασωζέσθωσαν
Infinitive συνδιασώζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιασωζομενος συνδιασωζομενου συνδιασωζομενη συνδιασωζομενης συνδιασωζομενον συνδιασωζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Μὴ ἐξεῖναι δὲ παριέναι κτηνῶν τινι κακοπαθούντων ὑπὸ χειμῶνοσ πεπτωκότων ἐν πηλῷ, συνδιασώζειν δὲ καὶ τὸν πόνον οἰκεῖον ἡγησάμενον βοηθεῖν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 4 352:1)

Synonyms

  1. to assist in preserving

Derived

  • διασώζω (to preserve through, to come safe through, arrive in safety)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION