헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιασκοπέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιασκοπέω συνδιασκέψομαι

형태분석: συν (접두사) + δια (접두사) + σκοπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to look through or examine along with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιασκόπω

συνδιασκόπεις

συνδιασκόπει

쌍수 συνδιασκόπειτον

συνδιασκόπειτον

복수 συνδιασκόπουμεν

συνδιασκόπειτε

συνδιασκόπουσιν*

접속법단수 συνδιασκόπω

συνδιασκόπῃς

συνδιασκόπῃ

쌍수 συνδιασκόπητον

συνδιασκόπητον

복수 συνδιασκόπωμεν

συνδιασκόπητε

συνδιασκόπωσιν*

기원법단수 συνδιασκόποιμι

συνδιασκόποις

συνδιασκόποι

쌍수 συνδιασκόποιτον

συνδιασκοποίτην

복수 συνδιασκόποιμεν

συνδιασκόποιτε

συνδιασκόποιεν

명령법단수 συνδιασκο͂πει

συνδιασκοπεῖτω

쌍수 συνδιασκόπειτον

συνδιασκοπεῖτων

복수 συνδιασκόπειτε

συνδιασκοποῦντων, συνδιασκοπεῖτωσαν

부정사 συνδιασκόπειν

분사 남성여성중성
συνδιασκοπων

συνδιασκοπουντος

συνδιασκοπουσα

συνδιασκοπουσης

συνδιασκοπουν

συνδιασκοπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιασκόπουμαι

συνδιασκόπει, συνδιασκόπῃ

συνδιασκόπειται

쌍수 συνδιασκόπεισθον

συνδιασκόπεισθον

복수 συνδιασκοποῦμεθα

συνδιασκόπεισθε

συνδιασκόπουνται

접속법단수 συνδιασκόπωμαι

συνδιασκόπῃ

συνδιασκόπηται

쌍수 συνδιασκόπησθον

συνδιασκόπησθον

복수 συνδιασκοπώμεθα

συνδιασκόπησθε

συνδιασκόπωνται

기원법단수 συνδιασκοποίμην

συνδιασκόποιο

συνδιασκόποιτο

쌍수 συνδιασκόποισθον

συνδιασκοποίσθην

복수 συνδιασκοποίμεθα

συνδιασκόποισθε

συνδιασκόποιντο

명령법단수 συνδιασκόπου

συνδιασκοπεῖσθω

쌍수 συνδιασκόπεισθον

συνδιασκοπεῖσθων

복수 συνδιασκόπεισθε

συνδιασκοπεῖσθων, συνδιασκοπεῖσθωσαν

부정사 συνδιασκόπεισθαι

분사 남성여성중성
συνδιασκοπουμενος

συνδιασκοπουμενου

συνδιασκοπουμενη

συνδιασκοπουμενης

συνδιασκοπουμενον

συνδιασκοπουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Πέμψασ δὲ Σαοῦλοσ πρὸσ τὸν προφήτην ἐκάλει πρὸσ αὑτὸν συνδιασκεψόμενον περὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν πραγμάτων. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 133:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 6 133:1)

유의어

  1. to look through or examine along with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION