Ancient Greek-English Dictionary Language

συναρμολογέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συναρμολογέομαι

Structure: συν (Prefix) + ἁρμολογέ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to be fitted or framed together

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναρμολόγουμαι συναρμολόγει, συναρμολόγῃ συναρμολόγειται
Dual συναρμολόγεισθον συναρμολόγεισθον
Plural συναρμολογοῦμεθα συναρμολόγεισθε συναρμολόγουνται
SubjunctiveSingular συναρμολόγωμαι συναρμολόγῃ συναρμολόγηται
Dual συναρμολόγησθον συναρμολόγησθον
Plural συναρμολογώμεθα συναρμολόγησθε συναρμολόγωνται
OptativeSingular συναρμολογοίμην συναρμολόγοιο συναρμολόγοιτο
Dual συναρμολόγοισθον συναρμολογοίσθην
Plural συναρμολογοίμεθα συναρμολόγοισθε συναρμολόγοιντο
ImperativeSingular συναρμολόγου συναρμολογεῖσθω
Dual συναρμολόγεισθον συναρμολογεῖσθων
Plural συναρμολόγεισθε συναρμολογεῖσθων, συναρμολογεῖσθωσαν
Infinitive συναρμολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναρμολογουμενος συναρμολογουμενου συναρμολογουμενη συναρμολογουμενης συναρμολογουμενον συναρμολογουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συνβιβαζόμενον διὰ πάσησ ἁφῆσ τῆσ ἐπιχορηγίασ κατ’ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸσ ἑκάστου μέρουσ τὴν αὔξησιν τοῦ σώματοσ ποιεῖται εἰσ οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ. (PROS EFESIOUS, chapter 1 93:1)

Synonyms

  1. to be fitted or framed together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION