Ancient Greek-English Dictionary Language

συναριθμέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συναριθμέω συναριθμήσω

Structure: συν (Prefix) + ἀριθμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to reckon in, to take into the account, enumerate, to be counted with others, to be taken into account

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναριθμῶ συναριθμεῖς συναριθμεῖ
Dual συναριθμεῖτον συναριθμεῖτον
Plural συναριθμοῦμεν συναριθμεῖτε συναριθμοῦσιν*
SubjunctiveSingular συναριθμῶ συναριθμῇς συναριθμῇ
Dual συναριθμῆτον συναριθμῆτον
Plural συναριθμῶμεν συναριθμῆτε συναριθμῶσιν*
OptativeSingular συναριθμοῖμι συναριθμοῖς συναριθμοῖ
Dual συναριθμοῖτον συναριθμοίτην
Plural συναριθμοῖμεν συναριθμοῖτε συναριθμοῖεν
ImperativeSingular συναρίθμει συναριθμείτω
Dual συναριθμεῖτον συναριθμείτων
Plural συναριθμεῖτε συναριθμούντων, συναριθμείτωσαν
Infinitive συναριθμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συναριθμων συναριθμουντος συναριθμουσα συναριθμουσης συναριθμουν συναριθμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναριθμοῦμαι συναριθμεῖ, συναριθμῇ συναριθμεῖται
Dual συναριθμεῖσθον συναριθμεῖσθον
Plural συναριθμούμεθα συναριθμεῖσθε συναριθμοῦνται
SubjunctiveSingular συναριθμῶμαι συναριθμῇ συναριθμῆται
Dual συναριθμῆσθον συναριθμῆσθον
Plural συναριθμώμεθα συναριθμῆσθε συναριθμῶνται
OptativeSingular συναριθμοίμην συναριθμοῖο συναριθμοῖτο
Dual συναριθμοῖσθον συναριθμοίσθην
Plural συναριθμοίμεθα συναριθμοῖσθε συναριθμοῖντο
ImperativeSingular συναριθμοῦ συναριθμείσθω
Dual συναριθμεῖσθον συναριθμείσθων
Plural συναριθμεῖσθε συναριθμείσθων, συναριθμείσθωσαν
Infinitive συναριθμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναριθμουμενος συναριθμουμενου συναριθμουμενη συναριθμουμενης συναριθμουμενον συναριθμουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναριθμήσω συναριθμήσεις συναριθμήσει
Dual συναριθμήσετον συναριθμήσετον
Plural συναριθμήσομεν συναριθμήσετε συναριθμήσουσιν*
OptativeSingular συναριθμήσοιμι συναριθμήσοις συναριθμήσοι
Dual συναριθμήσοιτον συναριθμησοίτην
Plural συναριθμήσοιμεν συναριθμήσοιτε συναριθμήσοιεν
Infinitive συναριθμήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συναριθμησων συναριθμησοντος συναριθμησουσα συναριθμησουσης συναριθμησον συναριθμησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναριθμήσομαι συναριθμήσει, συναριθμήσῃ συναριθμήσεται
Dual συναριθμήσεσθον συναριθμήσεσθον
Plural συναριθμησόμεθα συναριθμήσεσθε συναριθμήσονται
OptativeSingular συναριθμησοίμην συναριθμήσοιο συναριθμήσοιτο
Dual συναριθμήσοισθον συναριθμησοίσθην
Plural συναριθμησοίμεθα συναριθμήσοισθε συναριθμήσοιντο
Infinitive συναριθμήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναριθμησομενος συναριθμησομενου συναριθμησομενη συναριθμησομενης συναριθμησομενον συναριθμησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION