헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναδικέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναδικέω συναδικήσω

형태분석: συν (접두사) + ἀδικέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다, 눕다
  1. to join in wrong or injury, with, to be wronged alike

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναδίκω

(나는) ~와 비교한다

συναδίκεις

(너는) ~와 비교한다

συναδίκει

(그는) ~와 비교한다

쌍수 συναδίκειτον

(너희 둘은) ~와 비교한다

συναδίκειτον

(그 둘은) ~와 비교한다

복수 συναδίκουμεν

(우리는) ~와 비교한다

συναδίκειτε

(너희는) ~와 비교한다

συναδίκουσιν*

(그들은) ~와 비교한다

접속법단수 συναδίκω

(나는) ~와 비교하자

συναδίκῃς

(너는) ~와 비교하자

συναδίκῃ

(그는) ~와 비교하자

쌍수 συναδίκητον

(너희 둘은) ~와 비교하자

συναδίκητον

(그 둘은) ~와 비교하자

복수 συναδίκωμεν

(우리는) ~와 비교하자

συναδίκητε

(너희는) ~와 비교하자

συναδίκωσιν*

(그들은) ~와 비교하자

기원법단수 συναδίκοιμι

(나는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναδίκοις

(너는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναδίκοι

(그는) ~와 비교하기를 (바라다)

쌍수 συναδίκοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

συναδικοίτην

(그 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

복수 συναδίκοιμεν

(우리는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναδίκοιτε

(너희는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναδίκοιεν

(그들은) ~와 비교하기를 (바라다)

명령법단수 συναδῖκει

(너는) ~와 비교해라

συναδικεῖτω

(그는) ~와 비교해라

쌍수 συναδίκειτον

(너희 둘은) ~와 비교해라

συναδικεῖτων

(그 둘은) ~와 비교해라

복수 συναδίκειτε

(너희는) ~와 비교해라

συναδικοῦντων, συναδικεῖτωσαν

(그들은) ~와 비교해라

부정사 συναδίκειν

~와 비교하는 것

분사 남성여성중성
συναδικων

συναδικουντος

συναδικουσα

συναδικουσης

συναδικουν

συναδικουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναδίκουμαι

(나는) ~와 비교된다

συναδίκει, συναδίκῃ

(너는) ~와 비교된다

συναδίκειται

(그는) ~와 비교된다

쌍수 συναδίκεισθον

(너희 둘은) ~와 비교된다

συναδίκεισθον

(그 둘은) ~와 비교된다

복수 συναδικοῦμεθα

(우리는) ~와 비교된다

συναδίκεισθε

(너희는) ~와 비교된다

συναδίκουνται

(그들은) ~와 비교된다

접속법단수 συναδίκωμαι

(나는) ~와 비교되자

συναδίκῃ

(너는) ~와 비교되자

συναδίκηται

(그는) ~와 비교되자

쌍수 συναδίκησθον

(너희 둘은) ~와 비교되자

συναδίκησθον

(그 둘은) ~와 비교되자

복수 συναδικώμεθα

(우리는) ~와 비교되자

συναδίκησθε

(너희는) ~와 비교되자

συναδίκωνται

(그들은) ~와 비교되자

기원법단수 συναδικοίμην

(나는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναδίκοιο

(너는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναδίκοιτο

(그는) ~와 비교되기를 (바라다)

쌍수 συναδίκοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

συναδικοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

복수 συναδικοίμεθα

(우리는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναδίκοισθε

(너희는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναδίκοιντο

(그들은) ~와 비교되기를 (바라다)

명령법단수 συναδίκου

(너는) ~와 비교되어라

συναδικεῖσθω

(그는) ~와 비교되어라

쌍수 συναδίκεισθον

(너희 둘은) ~와 비교되어라

συναδικεῖσθων

(그 둘은) ~와 비교되어라

복수 συναδίκεισθε

(너희는) ~와 비교되어라

συναδικεῖσθων, συναδικεῖσθωσαν

(그들은) ~와 비교되어라

부정사 συναδίκεισθαι

~와 비교되는 것

분사 남성여성중성
συναδικουμενος

συναδικουμενου

συναδικουμενη

συναδικουμενης

συναδικουμενον

συναδικουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναδικήσω

(나는) ~와 비교하겠다

συναδικήσεις

(너는) ~와 비교하겠다

συναδικήσει

(그는) ~와 비교하겠다

쌍수 συναδικήσετον

(너희 둘은) ~와 비교하겠다

συναδικήσετον

(그 둘은) ~와 비교하겠다

복수 συναδικήσομεν

(우리는) ~와 비교하겠다

συναδικήσετε

(너희는) ~와 비교하겠다

συναδικήσουσιν*

(그들은) ~와 비교하겠다

기원법단수 συναδικήσοιμι

(나는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναδικήσοις

(너는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναδικήσοι

(그는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

쌍수 συναδικήσοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναδικησοίτην

(그 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

복수 συναδικήσοιμεν

(우리는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναδικήσοιτε

(너희는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναδικήσοιεν

(그들은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

부정사 συναδικήσειν

~와 비교할 것

분사 남성여성중성
συναδικησων

συναδικησοντος

συναδικησουσα

συναδικησουσης

συναδικησον

συναδικησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναδικήσομαι

(나는) ~와 비교되겠다

συναδικήσει, συναδικήσῃ

(너는) ~와 비교되겠다

συναδικήσεται

(그는) ~와 비교되겠다

쌍수 συναδικήσεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되겠다

συναδικήσεσθον

(그 둘은) ~와 비교되겠다

복수 συναδικησόμεθα

(우리는) ~와 비교되겠다

συναδικήσεσθε

(너희는) ~와 비교되겠다

συναδικήσονται

(그들은) ~와 비교되겠다

기원법단수 συναδικησοίμην

(나는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναδικήσοιο

(너는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναδικήσοιτο

(그는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

쌍수 συναδικήσοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναδικησοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

복수 συναδικησοίμεθα

(우리는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναδικήσοισθε

(너희는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναδικήσοιντο

(그들은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

부정사 συναδικήσεσθαι

~와 비교될 것

분사 남성여성중성
συναδικησομενος

συναδικησομενου

συναδικησομενη

συναδικησομενης

συναδικησομενον

συναδικησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηδῖκουν

(나는) ~와 비교하고 있었다

συνηδῖκεις

(너는) ~와 비교하고 있었다

συνηδῖκειν*

(그는) ~와 비교하고 있었다

쌍수 συνηδίκειτον

(너희 둘은) ~와 비교하고 있었다

συνηδικεῖτην

(그 둘은) ~와 비교하고 있었다

복수 συνηδίκουμεν

(우리는) ~와 비교하고 있었다

συνηδίκειτε

(너희는) ~와 비교하고 있었다

συνηδῖκουν

(그들은) ~와 비교하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηδικοῦμην

(나는) ~와 비교되고 있었다

συνηδίκου

(너는) ~와 비교되고 있었다

συνηδίκειτο

(그는) ~와 비교되고 있었다

쌍수 συνηδίκεισθον

(너희 둘은) ~와 비교되고 있었다

συνηδικεῖσθην

(그 둘은) ~와 비교되고 있었다

복수 συνηδικοῦμεθα

(우리는) ~와 비교되고 있었다

συνηδίκεισθε

(너희는) ~와 비교되고 있었다

συνηδίκουντο

(그들은) ~와 비교되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ παῖσ δὲ ὁ ἐκείνου τέθνηκεν μὲν ὑπ’ ἐμοῦ, ὑπηρέτησε δέ μοι καὶ ἀποθανὼν πρὸσ ἄλλον φόνον, ζῶν μὲν συναδικῶν τῷ πατρί, μετὰ θάνατον δὲ πατροκτονήσασ, ὡσ ἐδύνατο. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 1:3)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 1:3)

  • τούτων δὲ τὴν πίστιν ἑκάστῳ δι’ ἔργων παρεῖχε, τοὺσ ἤδη γεγονότασ φίλουσ αὐτῷ καὶ ξένουσ εἰσ μεγάλα πράγματα καὶ τιμὰσ καὶ στρατηγίασ ἀνάγων, καὶ συναδικῶν καὶ συνεξαμαρτάνων αὐτὸσ ὑπὲρ τῆσ ἐκείνων πλεονεξίασ, ὥστε προσέχειν ἅπαντασ αὐτῷ καὶ χαρίζεσθαι καὶ ποθεῖν, ἐλπίζοντασ οὐδενὸσ ἀτυχήσειν τῶν μεγίστων ἐκείνου κρατοῦντοσ. (Plutarch, , chapter 5 4:1)

    (플루타르코스, , chapter 5 4:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION