Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπρεσβευτής

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: συμπρεσβευτής συμπρεσβευτοῦ

Structure: συμπρεσβευτ (Stem) + ης (Ending)

Sense

  1. a fellow-ambassador

Examples

  • ὡσ γὰρ τὰσ ἐμὰσ εὐθύνασ βλάπτων, ἃσ ὑπὲρ τῆσ πρεσβείασ μέλλω διδόναι, φησί με, ὅτ’ αὐτὸσ πρώην ὑπὲρ τοῦ παιδὸσ Ἀλεξάνδρου διεξῄει, ὡσ ἔν τῳ πότῳ ἡμῶν κιθαρίζοι καὶ λέγοι ῥήσεισ τινὰσ καὶ ἀντικρούσεισ πρὸσ ἕτερον παῖδα, καὶ περὶ τούτων ἃ δή ποτε αὐτὸσ ἐτύγχανε γιγνώσκων πρὸσ τὴν βουλὴν ἀπεφήνατο, οὐχ ὡσ συμπρεσβευτήν, ἀλλ’ ὡσ συγγενῆ τοῖσ εἰσ τὸν παῖδα σκώμμασιν ἀγανακτῆσαι. (Aeschines, Speeches, , section 1681)

Synonyms

  1. a fellow-ambassador

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION