Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπομπεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμπομπεύω συμπομπεύσω

Structure: συμ (Prefix) + πομπεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to accompany in a procession, to escort

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπομπεύω συμπομπεύεις συμπομπεύει
Dual συμπομπεύετον συμπομπεύετον
Plural συμπομπεύομεν συμπομπεύετε συμπομπεύουσιν*
SubjunctiveSingular συμπομπεύω συμπομπεύῃς συμπομπεύῃ
Dual συμπομπεύητον συμπομπεύητον
Plural συμπομπεύωμεν συμπομπεύητε συμπομπεύωσιν*
OptativeSingular συμπομπεύοιμι συμπομπεύοις συμπομπεύοι
Dual συμπομπεύοιτον συμπομπευοίτην
Plural συμπομπεύοιμεν συμπομπεύοιτε συμπομπεύοιεν
ImperativeSingular συμπόμπευε συμπομπευέτω
Dual συμπομπεύετον συμπομπευέτων
Plural συμπομπεύετε συμπομπευόντων, συμπομπευέτωσαν
Infinitive συμπομπεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπομπευων συμπομπευοντος συμπομπευουσα συμπομπευουσης συμπομπευον συμπομπευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπομπεύομαι συμπομπεύει, συμπομπεύῃ συμπομπεύεται
Dual συμπομπεύεσθον συμπομπεύεσθον
Plural συμπομπευόμεθα συμπομπεύεσθε συμπομπεύονται
SubjunctiveSingular συμπομπεύωμαι συμπομπεύῃ συμπομπεύηται
Dual συμπομπεύησθον συμπομπεύησθον
Plural συμπομπευώμεθα συμπομπεύησθε συμπομπεύωνται
OptativeSingular συμπομπευοίμην συμπομπεύοιο συμπομπεύοιτο
Dual συμπομπεύοισθον συμπομπευοίσθην
Plural συμπομπευοίμεθα συμπομπεύοισθε συμπομπεύοιντο
ImperativeSingular συμπομπεύου συμπομπευέσθω
Dual συμπομπεύεσθον συμπομπευέσθων
Plural συμπομπεύεσθε συμπομπευέσθων, συμπομπευέσθωσαν
Infinitive συμπομπεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπομπευομενος συμπομπευομενου συμπομπευομενη συμπομπευομενης συμπομπευομενον συμπομπευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "πολὺ δὲ καὶ ζῴων πλῆθοσ ἐπιχρύσων συνεπόμπευεν, ὧν ἦν τὰ πολλὰ δωδεκαπήχη· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 3:11)
  • τῆσ μὲν οὖν προτέρασ ὁ τὸν Διὸσ τοῦ Σωτῆροσ κατήρχετο θυηπόλοσ, τῆσ δὲ δευτέρασ ὁ τὸν Ἀράτου, στρόφιον οὐχ ὁλόλευκον, ἀλλὰ μεσοπόρφυρον ἔχων, μέλη δὲ ᾔδετο πρὸσ κιθάραν ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτῶν, καὶ συνεπόμπευεν ὁ γυμνασίαρχοσ ἡγούμενοσ τῶν τε παίδων καὶ τῶν ἐφήβων, εἶτα ἐφείπετο ἡ βουλὴ στεφανηφοροῦσα καὶ τῶν ἄλλων πολιτῶν ὁ βουλόμενοσ. (Plutarch, Aratus, chapter 53 4:2)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION