Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπολιτεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμπολιτεύω συμπολιτεύσω

Structure: συμπολιτεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to live as fellow-citizens or members of one state, with, one's fellow-citizens

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπολιτεύω συμπολιτεύεις συμπολιτεύει
Dual συμπολιτεύετον συμπολιτεύετον
Plural συμπολιτεύομεν συμπολιτεύετε συμπολιτεύουσιν*
SubjunctiveSingular συμπολιτεύω συμπολιτεύῃς συμπολιτεύῃ
Dual συμπολιτεύητον συμπολιτεύητον
Plural συμπολιτεύωμεν συμπολιτεύητε συμπολιτεύωσιν*
OptativeSingular συμπολιτεύοιμι συμπολιτεύοις συμπολιτεύοι
Dual συμπολιτεύοιτον συμπολιτευοίτην
Plural συμπολιτεύοιμεν συμπολιτεύοιτε συμπολιτεύοιεν
ImperativeSingular συμπολίτευε συμπολιτευέτω
Dual συμπολιτεύετον συμπολιτευέτων
Plural συμπολιτεύετε συμπολιτευόντων, συμπολιτευέτωσαν
Infinitive συμπολιτεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπολιτευων συμπολιτευοντος συμπολιτευουσα συμπολιτευουσης συμπολιτευον συμπολιτευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπολιτεύομαι συμπολιτεύει, συμπολιτεύῃ συμπολιτεύεται
Dual συμπολιτεύεσθον συμπολιτεύεσθον
Plural συμπολιτευόμεθα συμπολιτεύεσθε συμπολιτεύονται
SubjunctiveSingular συμπολιτεύωμαι συμπολιτεύῃ συμπολιτεύηται
Dual συμπολιτεύησθον συμπολιτεύησθον
Plural συμπολιτευώμεθα συμπολιτεύησθε συμπολιτεύωνται
OptativeSingular συμπολιτευοίμην συμπολιτεύοιο συμπολιτεύοιτο
Dual συμπολιτεύοισθον συμπολιτευοίσθην
Plural συμπολιτευοίμεθα συμπολιτεύοισθε συμπολιτεύοιντο
ImperativeSingular συμπολιτεύου συμπολιτευέσθω
Dual συμπολιτεύεσθον συμπολιτευέσθων
Plural συμπολιτεύεσθε συμπολιτευέσθων, συμπολιτευέσθωσαν
Infinitive συμπολιτεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπολιτευομενος συμπολιτευομενου συμπολιτευομενη συμπολιτευομενης συμπολιτευομενον συμπολιτευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπολιτεύσω συμπολιτεύσεις συμπολιτεύσει
Dual συμπολιτεύσετον συμπολιτεύσετον
Plural συμπολιτεύσομεν συμπολιτεύσετε συμπολιτεύσουσιν*
OptativeSingular συμπολιτεύσοιμι συμπολιτεύσοις συμπολιτεύσοι
Dual συμπολιτεύσοιτον συμπολιτευσοίτην
Plural συμπολιτεύσοιμεν συμπολιτεύσοιτε συμπολιτεύσοιεν
Infinitive συμπολιτεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπολιτευσων συμπολιτευσοντος συμπολιτευσουσα συμπολιτευσουσης συμπολιτευσον συμπολιτευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπολιτεύσομαι συμπολιτεύσει, συμπολιτεύσῃ συμπολιτεύσεται
Dual συμπολιτεύσεσθον συμπολιτεύσεσθον
Plural συμπολιτευσόμεθα συμπολιτεύσεσθε συμπολιτεύσονται
OptativeSingular συμπολιτευσοίμην συμπολιτεύσοιο συμπολιτεύσοιτο
Dual συμπολιτεύσοισθον συμπολιτευσοίσθην
Plural συμπολιτευσοίμεθα συμπολιτεύσοισθε συμπολιτεύσοιντο
Infinitive συμπολιτεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπολιτευσομενος συμπολιτευσομενου συμπολιτευσομενη συμπολιτευσομενης συμπολιτευσομενον συμπολιτευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to live as fellow-citizens or members of one state

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION