Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπληρόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμπληρόω συμπληρώσω

Structure: συμ (Prefix) + πληρό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to help to fill, to help, in manning
  2. to fill up, to man, fully

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπλήρω συμπλήροις συμπλήροι
Dual συμπλήρουτον συμπλήρουτον
Plural συμπλήρουμεν συμπλήρουτε συμπλήρουσιν*
SubjunctiveSingular συμπλήρω συμπλήροις συμπλήροι
Dual συμπλήρωτον συμπλήρωτον
Plural συμπλήρωμεν συμπλήρωτε συμπλήρωσιν*
OptativeSingular συμπλήροιμι συμπλήροις συμπλήροι
Dual συμπλήροιτον συμπληροίτην
Plural συμπλήροιμεν συμπλήροιτε συμπλήροιεν
ImperativeSingular συμπλῆρου συμπληροῦτω
Dual συμπλήρουτον συμπληροῦτων
Plural συμπλήρουτε συμπληροῦντων, συμπληροῦτωσαν
Infinitive συμπλήρουν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπληρων συμπληρουντος συμπληρουσα συμπληρουσης συμπληρουν συμπληρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπλήρουμαι συμπλήροι συμπλήρουται
Dual συμπλήρουσθον συμπλήρουσθον
Plural συμπληροῦμεθα συμπλήρουσθε συμπλήρουνται
SubjunctiveSingular συμπλήρωμαι συμπλήροι συμπλήρωται
Dual συμπλήρωσθον συμπλήρωσθον
Plural συμπληρώμεθα συμπλήρωσθε συμπλήρωνται
OptativeSingular συμπληροίμην συμπλήροιο συμπλήροιτο
Dual συμπλήροισθον συμπληροίσθην
Plural συμπληροίμεθα συμπλήροισθε συμπλήροιντο
ImperativeSingular συμπλήρου συμπληροῦσθω
Dual συμπλήρουσθον συμπληροῦσθων
Plural συμπλήρουσθε συμπληροῦσθων, συμπληροῦσθωσαν
Infinitive συμπλήρουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπληρουμενος συμπληρουμενου συμπληρουμενη συμπληρουμενης συμπληρουμενον συμπληρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἑκατὸν ἐνενήκοντα δύο μέχρι τῶν σμγ’, δίτονον ἐκ δυεῖν συμπληρούμενον ἐπογδόων ἀφαιρουμένου δὲ τούτου, περίεστι τοῦ ὅλου διάστημα λοιπὸν τὸ μεταξὺ τῶν σμγ’ καὶ τῶν σνσ’, τὰ τρισκαίδεκα διὸ καὶ λεῖμμα τοῦτον τὸν ἀριθμὸν ὠνόμαζον. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 18 11:1)

Synonyms

  1. to help to fill

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION