헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπλέκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπλέκω συμπλέξω

형태분석: συμπλέκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to twine or plait together, joining
  2. to be twined together, entwined, entangled, entangled, crossing in different directions
  3. to be locked together with, to be engaged in close fight, to be entangled, to be entangled in, we are entangled or engaged with, to be engaged in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπλέκω

συμπλέκεις

συμπλέκει

쌍수 συμπλέκετον

συμπλέκετον

복수 συμπλέκομεν

συμπλέκετε

συμπλέκουσιν*

접속법단수 συμπλέκω

συμπλέκῃς

συμπλέκῃ

쌍수 συμπλέκητον

συμπλέκητον

복수 συμπλέκωμεν

συμπλέκητε

συμπλέκωσιν*

기원법단수 συμπλέκοιμι

συμπλέκοις

συμπλέκοι

쌍수 συμπλέκοιτον

συμπλεκοίτην

복수 συμπλέκοιμεν

συμπλέκοιτε

συμπλέκοιεν

명령법단수 σύμπλεκε

συμπλεκέτω

쌍수 συμπλέκετον

συμπλεκέτων

복수 συμπλέκετε

συμπλεκόντων, συμπλεκέτωσαν

부정사 συμπλέκειν

분사 남성여성중성
συμπλεκων

συμπλεκοντος

συμπλεκουσα

συμπλεκουσης

συμπλεκον

συμπλεκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπλέκομαι

συμπλέκει, συμπλέκῃ

συμπλέκεται

쌍수 συμπλέκεσθον

συμπλέκεσθον

복수 συμπλεκόμεθα

συμπλέκεσθε

συμπλέκονται

접속법단수 συμπλέκωμαι

συμπλέκῃ

συμπλέκηται

쌍수 συμπλέκησθον

συμπλέκησθον

복수 συμπλεκώμεθα

συμπλέκησθε

συμπλέκωνται

기원법단수 συμπλεκοίμην

συμπλέκοιο

συμπλέκοιτο

쌍수 συμπλέκοισθον

συμπλεκοίσθην

복수 συμπλεκοίμεθα

συμπλέκοισθε

συμπλέκοιντο

명령법단수 συμπλέκου

συμπλεκέσθω

쌍수 συμπλέκεσθον

συμπλεκέσθων

복수 συμπλέκεσθε

συμπλεκέσθων, συμπλεκέσθωσαν

부정사 συμπλέκεσθαι

분사 남성여성중성
συμπλεκομενος

συμπλεκομενου

συμπλεκομενη

συμπλεκομενης

συμπλεκομενον

συμπλεκομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οὔτε διαλέκτουσ ὡσ βελτίουσ μεταληπτέον, ἀλλ’ αὐταῖσ ταῖσ ὑπαρχούσαισ κατ’ αὐτοῦ χρηστέον, οὔτε ἄλλο τι κατ’ αὐτοῦ κατηγορητέον, ὡσ τὴν αὐτὴν οὐσίαν ἔχοντοσ τῷ ἰδιώματι τούτῳ‐‐καὶ γὰρ τοῦτο ποιοῦσί τινεσ,‐ἀλλὰ μόνον ᾧ συμπλέκομεν τὸ ἴδιον τοῦτο καὶ παραμετροῦμεν, μάλιστα ἐπιλογιστέον. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 72:3)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 72:3)

  • καὶ γὰρ τοῦτο οὐκ ἀποδείξεωσ προσδεῖται ἀλλ’ ἐπιλογισμοῦ, ὅτι ταῖσ ἡμέραισ καὶ ταῖσ νυξὶ συμπλέκομεν καὶ τοῖσ τούτων μέρεσιν, ὡσαύτωσ δὲ καὶ τοῖσ πάθεσι καὶ ταῖσ ἀπαθείαισ, καὶ κινήσεσι καὶ στάσεσιν, ἴδιόν τι σύμπτωμα περὶ ταῦτα πάλιν αὐτὸ τοῦτο ἐννοοῦντεσ, καθ’ ὃ χρόνον ὀνομάζομεν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 73:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 73:1)

유의어

  1. to twine or plait together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION