고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συμπερασματικός συμπερασματική συμπερασματικόν
Structure: συμπερασματικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | συμπερασματικός | συμπερασματική | συμπερασματικόν |
Genitive | συμπερασματικοῦ | συμπερασματικῆς | συμπερασματικοῦ | |
Dative | συμπερασματικῷ | συμπερασματικῇ | συμπερασματικῷ | |
Accusative | συμπερασματικόν | συμπερασματικήν | συμπερασματικόν | |
Vocative | συμπερασματικέ | συμπερασματική | συμπερασματικόν | |
Dual | N/A/V | συμπερασματικώ | συμπερασματικᾱ́ | συμπερασματικώ |
G/D | συμπερασματικοῖν | συμπερασματικαῖν | συμπερασματικοῖν | |
Plural | Nominative | συμπερασματικοί | συμπερασματικαί | συμπερασματικά |
Genitive | συμπερασματικῶν | συμπερασματικῶν | συμπερασματικῶν | |
Dative | συμπερασματικοῖς | συμπερασματικαῖς | συμπερασματικοῖς | |
Accusative | συμπερασματικούς | συμπερασματικᾱ́ς | συμπερασματικά | |
Vocative | συμπερασματικοί | συμπερασματικαί | συμπερασματικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | συμπερασματικός συμπερασματικοῦ | συμπερασματικώτερος συμπερασματικωτεροῦ | συμπερασματικώτατος συμπερασματικωτατοῦ |
Adverb | συμπερασματικώς | συμπερασματικώτερον | συμπερασματικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기