- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπαθέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: sympatheō 고전 발음: [쉼빠테오:] 신약 발음: [쉼빠태오]

기본형: συμπαθέω συμπαθήσω

형태분석: συμπαθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sympathise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπάθω

συμπάθεις

συμπάθει

쌍수 συμπάθειτον

συμπάθειτον

복수 συμπάθουμεν

συμπάθειτε

συμπάθουσι(ν)

접속법단수 συμπάθω

συμπάθῃς

συμπάθῃ

쌍수 συμπάθητον

συμπάθητον

복수 συμπάθωμεν

συμπάθητε

συμπάθωσι(ν)

기원법단수 συμπάθοιμι

συμπάθοις

συμπάθοι

쌍수 συμπάθοιτον

συμπαθοίτην

복수 συμπάθοιμεν

συμπάθοιτε

συμπάθοιεν

명령법단수 συμπᾶθει

συμπαθεῖτω

쌍수 συμπάθειτον

συμπαθεῖτων

복수 συμπάθειτε

συμπαθοῦντων, συμπαθεῖτωσαν

부정사 συμπάθειν

분사 남성여성중성
συμπαθων

συμπαθουντος

συμπαθουσα

συμπαθουσης

συμπαθουν

συμπαθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπάθουμαι

συμπάθει, συμπάθῃ

συμπάθειται

쌍수 συμπάθεισθον

συμπάθεισθον

복수 συμπαθοῦμεθα

συμπάθεισθε

συμπάθουνται

접속법단수 συμπάθωμαι

συμπάθῃ

συμπάθηται

쌍수 συμπάθησθον

συμπάθησθον

복수 συμπαθώμεθα

συμπάθησθε

συμπάθωνται

기원법단수 συμπαθοίμην

συμπάθοιο

συμπάθοιτο

쌍수 συμπάθοισθον

συμπαθοίσθην

복수 συμπαθοίμεθα

συμπάθοισθε

συμπάθοιντο

명령법단수 συμπάθου

συμπαθεῖσθω

쌍수 συμπάθεισθον

συμπαθεῖσθων

복수 συμπάθεισθε

συμπαθεῖσθων, συμπαθεῖσθωσαν

부정사 συμπάθεισθαι

분사 남성여성중성
συμπαθουμενος

συμπαθουμενου

συμπαθουμενη

συμπαθουμενης

συμπαθουμενον

συμπαθουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὸ οὐ μιαροφαγοῦμεν. πιστεύοντες γὰρ Θεοῦ καθεστάναι τὸν νόμον οἴδαμεν ὅτι κατὰ φύσιν ἡμῖν συμπαθεῖ νομοθετῶν ὁ τοῦ κόσμου κτίστης. (Septuagint, Liber Maccabees IV 5:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 5:25)

  • ἄλληλα συναφὰς καὶ περιπλοκὰς ἐνδίδωσι ταῦτα δ ὥσπερ νοσήματα συμπαθεῖ ταῖς ἀλλήλων φλεγμοναῖς. (Plutarch, De invidia et odio, section 1 2:1)

    (플루타르코스, De invidia et odio, section 1 2:1)

  • παραλόγου συμφορᾶς, καὶ συμπαθεῖν δ ἦν 10 ἀναγκαῖον οὐδὲ γὰρ οἱ βέλτιστοι τῶν ἰατρῶν πρὸς τὰς ἀθρόας τῶν ῥευμάτων ἐπιφορὰς εὐθὺς: (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 1 3:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 1 3:1)

  • παραδιδόντες, ἀλλ αἴσχιον ἀνατρέπονται καὶ πίπτουσιν, οἱ μὲν ἔχθρας καὶ κολάσεις ἀνιέντες ἀνθρώποις πονηροῖς, ἵν ἐλεήμονες καὶ φιλάνθρωποι καὶ συμπαθεῖς κληθῶσιν οἱ δὲ τοὐναντίον ἀπεχθείας καὶ κατηγορίας οὐκ ἀναγκαίας οὐδ ἀκινδύνους ἀναδέξασθαι πεισθέντες ὑπὸ τῶν ἐπαινούντων ὡς μόνους ἄνδρας καὶ μόνους ἀκολακεύτους καὶ νὴ Δία στόματα καὶ φωνὰς προσαγορευόντων. (Plutarch, De vitioso pudore, section 18 7:1)

    (플루타르코스, De vitioso pudore, section 18 7:1)

  • καὶ φιλοφρονούμενος, ὥστε πάντας ἀνθρώπους καὶ Καίσαρα παρῆν γὰρ ὁ γέρων Οὐεσπασιανὸς ἐν τῷ Μαρκέλλου θεάτρῳ συμπαθεῖς γενέσθαι. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 19 21:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 19 21:1)

유의어

  1. to sympathise

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION