고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συμμετεωρίζομαι
Structure: συμ (Prefix) + μετεωρίζ (Stem) + ομαι (Ending)
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συμμετεωρίζομαι | συμμετεωρίζει, συμμετεωρίζῃ | συμμετεωρίζεται |
| Dual | συμμετεωρίζεσθον | συμμετεωρίζεσθον | ||
| Plural | συμμετεωριζόμεθα | συμμετεωρίζεσθε | συμμετεωρίζονται | |
| Subjunctive | Singular | συμμετεωρίζωμαι | συμμετεωρίζῃ | συμμετεωρίζηται |
| Dual | συμμετεωρίζησθον | συμμετεωρίζησθον | ||
| Plural | συμμετεωριζώμεθα | συμμετεωρίζησθε | συμμετεωρίζωνται | |
| Optative | Singular | συμμετεωριζοίμην | συμμετεωρίζοιο | συμμετεωρίζοιτο |
| Dual | συμμετεωρίζοισθον | συμμετεωριζοίσθην | ||
| Plural | συμμετεωριζοίμεθα | συμμετεωρίζοισθε | συμμετεωρίζοιντο | |
| Imperative | Singular | συμμετεωρίζου | συμμετεωριζέσθω | |
| Dual | συμμετεωρίζεσθον | συμμετεωριζέσθων | ||
| Plural | συμμετεωρίζεσθε | συμμετεωριζέσθων, συμμετεωριζέσθωσαν | ||
| Infinitive | συμμετεωρίζεσθαι | |||
| Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
| συμμετεωριζομενος συμμετεωριζομενου | συμμετεωριζομενη συμμετεωριζομενης | συμμετεωριζομενον συμμετεωριζομενου | ||
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συνεμετεωριζόμην | συνεμετεωρίζου | συνεμετεωρίζετο |
| Dual | συνεμετεωρίζεσθον | συνεμετεωριζέσθην | ||
| Plural | συνεμετεωριζόμεθα | συνεμετεωρίζεσθε | συνεμετεωρίζοντο | |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기