Ancient Greek-English Dictionary Language

συμμεταχειρίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμμεταχειρίζομαι

Structure: συμμεταχειρίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to take charge of, with

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμμεταχειρίζομαι συμμεταχειρίζει, συμμεταχειρίζῃ συμμεταχειρίζεται
Dual συμμεταχειρίζεσθον συμμεταχειρίζεσθον
Plural συμμεταχειριζόμεθα συμμεταχειρίζεσθε συμμεταχειρίζονται
SubjunctiveSingular συμμεταχειρίζωμαι συμμεταχειρίζῃ συμμεταχειρίζηται
Dual συμμεταχειρίζησθον συμμεταχειρίζησθον
Plural συμμεταχειριζώμεθα συμμεταχειρίζησθε συμμεταχειρίζωνται
OptativeSingular συμμεταχειριζοίμην συμμεταχειρίζοιο συμμεταχειρίζοιτο
Dual συμμεταχειρίζοισθον συμμεταχειριζοίσθην
Plural συμμεταχειριζοίμεθα συμμεταχειρίζοισθε συμμεταχειρίζοιντο
ImperativeSingular συμμεταχειρίζου συμμεταχειριζέσθω
Dual συμμεταχειρίζεσθον συμμεταχειριζέσθων
Plural συμμεταχειρίζεσθε συμμεταχειριζέσθων, συμμεταχειριζέσθωσαν
Infinitive συμμεταχειρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμμεταχειριζομενος συμμεταχειριζομενου συμμεταχειριζομενη συμμεταχειριζομενης συμμεταχειριζομενον συμμεταχειριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to take charge of

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION