헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμερίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμερίζω συμμερίσω

형태분석: συμ (접두사) + μερίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to distribute in shares, to take share in or with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμερίζω

συμμερίζεις

συμμερίζει

쌍수 συμμερίζετον

συμμερίζετον

복수 συμμερίζομεν

συμμερίζετε

συμμερίζουσιν*

접속법단수 συμμερίζω

συμμερίζῃς

συμμερίζῃ

쌍수 συμμερίζητον

συμμερίζητον

복수 συμμερίζωμεν

συμμερίζητε

συμμερίζωσιν*

기원법단수 συμμερίζοιμι

συμμερίζοις

συμμερίζοι

쌍수 συμμερίζοιτον

συμμεριζοίτην

복수 συμμερίζοιμεν

συμμερίζοιτε

συμμερίζοιεν

명령법단수 συμμέριζε

συμμεριζέτω

쌍수 συμμερίζετον

συμμεριζέτων

복수 συμμερίζετε

συμμεριζόντων, συμμεριζέτωσαν

부정사 συμμερίζειν

분사 남성여성중성
συμμεριζων

συμμεριζοντος

συμμεριζουσα

συμμεριζουσης

συμμεριζον

συμμεριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμερίζομαι

συμμερίζει, συμμερίζῃ

συμμερίζεται

쌍수 συμμερίζεσθον

συμμερίζεσθον

복수 συμμεριζόμεθα

συμμερίζεσθε

συμμερίζονται

접속법단수 συμμερίζωμαι

συμμερίζῃ

συμμερίζηται

쌍수 συμμερίζησθον

συμμερίζησθον

복수 συμμεριζώμεθα

συμμερίζησθε

συμμερίζωνται

기원법단수 συμμεριζοίμην

συμμερίζοιο

συμμερίζοιτο

쌍수 συμμερίζοισθον

συμμεριζοίσθην

복수 συμμεριζοίμεθα

συμμερίζοισθε

συμμερίζοιντο

명령법단수 συμμερίζου

συμμεριζέσθω

쌍수 συμμερίζεσθον

συμμεριζέσθων

복수 συμμερίζεσθε

συμμεριζέσθων, συμμεριζέσθωσαν

부정사 συμμερίζεσθαι

분사 남성여성중성
συμμεριζομενος

συμμεριζομενου

συμμεριζομενη

συμμεριζομενης

συμμεριζομενον

συμμεριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to distribute in shares

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION