헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμβασιλεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμβασιλεύω συμβασιλεύσω

형태분석: συμ (접두사) + βασιλεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to rule or reign together with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβασιλεύω

συμβασιλεύεις

συμβασιλεύει

쌍수 συμβασιλεύετον

συμβασιλεύετον

복수 συμβασιλεύομεν

συμβασιλεύετε

συμβασιλεύουσιν*

접속법단수 συμβασιλεύω

συμβασιλεύῃς

συμβασιλεύῃ

쌍수 συμβασιλεύητον

συμβασιλεύητον

복수 συμβασιλεύωμεν

συμβασιλεύητε

συμβασιλεύωσιν*

기원법단수 συμβασιλεύοιμι

συμβασιλεύοις

συμβασιλεύοι

쌍수 συμβασιλεύοιτον

συμβασιλευοίτην

복수 συμβασιλεύοιμεν

συμβασιλεύοιτε

συμβασιλεύοιεν

명령법단수 συμβασίλευε

συμβασιλευέτω

쌍수 συμβασιλεύετον

συμβασιλευέτων

복수 συμβασιλεύετε

συμβασιλευόντων, συμβασιλευέτωσαν

부정사 συμβασιλεύειν

분사 남성여성중성
συμβασιλευων

συμβασιλευοντος

συμβασιλευουσα

συμβασιλευουσης

συμβασιλευον

συμβασιλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβασιλεύομαι

συμβασιλεύει, συμβασιλεύῃ

συμβασιλεύεται

쌍수 συμβασιλεύεσθον

συμβασιλεύεσθον

복수 συμβασιλευόμεθα

συμβασιλεύεσθε

συμβασιλεύονται

접속법단수 συμβασιλεύωμαι

συμβασιλεύῃ

συμβασιλεύηται

쌍수 συμβασιλεύησθον

συμβασιλεύησθον

복수 συμβασιλευώμεθα

συμβασιλεύησθε

συμβασιλεύωνται

기원법단수 συμβασιλευοίμην

συμβασιλεύοιο

συμβασιλεύοιτο

쌍수 συμβασιλεύοισθον

συμβασιλευοίσθην

복수 συμβασιλευοίμεθα

συμβασιλεύοισθε

συμβασιλεύοιντο

명령법단수 συμβασιλεύου

συμβασιλευέσθω

쌍수 συμβασιλεύεσθον

συμβασιλευέσθων

복수 συμβασιλεύεσθε

συμβασιλευέσθων, συμβασιλευέσθωσαν

부정사 συμβασιλεύεσθαι

분사 남성여성중성
συμβασιλευομενος

συμβασιλευομενου

συμβασιλευομενη

συμβασιλευομενης

συμβασιλευομενον

συμβασιλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to rule or reign together with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION