Ancient Greek-English Dictionary Language

σύλλεκτρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σύλλεκτρος σύλλεκτρον

Structure: συλλεκτρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/ktron

Sense

  1. partner of the bed

Examples

  • αὐχήσει κατελθὼν ἴσωσ καὶ διηγήσεται ἅπασι λέγων συγγεγενῆσθαι τῇ Ἥρᾳ καὶ σύλλεκτροσ εἶναι τῷ Διί, καί που τάχ̓ ἂν ἐρᾶν με φήσειεν αὐτοῦ, οἱ δὲ πιστεύσουσιν οὐκ εἰδότεσ ὡσ νεφέλῃ συνῆν. (Lucian, Dialogi deorum, 8:6)
  • ἔτ’ ἐν γάλακτί τ’ ὄντι γοργωποὺσ ὄφεισ ἐπεισέφρησε σπαργάνοισι τοῖσ ἐμοῖσ ἡ τοῦ Διὸσ σύλλεκτροσ, ὡσ ὀλοίμεθα. (Euripides, Heracles, episode, lyric 2:7)

Synonyms

  1. partner of the bed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION