헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συλλαβίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συλλαβίζω

형태분석: συλλαβίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from sullabh/

  1. to join letters into syllables, to pronounce letters together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλλαβίζω

συλλαβίζεις

συλλαβίζει

쌍수 συλλαβίζετον

συλλαβίζετον

복수 συλλαβίζομεν

συλλαβίζετε

συλλαβίζουσιν*

접속법단수 συλλαβίζω

συλλαβίζῃς

συλλαβίζῃ

쌍수 συλλαβίζητον

συλλαβίζητον

복수 συλλαβίζωμεν

συλλαβίζητε

συλλαβίζωσιν*

기원법단수 συλλαβίζοιμι

συλλαβίζοις

συλλαβίζοι

쌍수 συλλαβίζοιτον

συλλαβιζοίτην

복수 συλλαβίζοιμεν

συλλαβίζοιτε

συλλαβίζοιεν

명령법단수 συλλάβιζε

συλλαβιζέτω

쌍수 συλλαβίζετον

συλλαβιζέτων

복수 συλλαβίζετε

συλλαβιζόντων, συλλαβιζέτωσαν

부정사 συλλαβίζειν

분사 남성여성중성
συλλαβιζων

συλλαβιζοντος

συλλαβιζουσα

συλλαβιζουσης

συλλαβιζον

συλλαβιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλλαβίζομαι

συλλαβίζει, συλλαβίζῃ

συλλαβίζεται

쌍수 συλλαβίζεσθον

συλλαβίζεσθον

복수 συλλαβιζόμεθα

συλλαβίζεσθε

συλλαβίζονται

접속법단수 συλλαβίζωμαι

συλλαβίζῃ

συλλαβίζηται

쌍수 συλλαβίζησθον

συλλαβίζησθον

복수 συλλαβιζώμεθα

συλλαβίζησθε

συλλαβίζωνται

기원법단수 συλλαβιζοίμην

συλλαβίζοιο

συλλαβίζοιτο

쌍수 συλλαβίζοισθον

συλλαβιζοίσθην

복수 συλλαβιζοίμεθα

συλλαβίζοισθε

συλλαβίζοιντο

명령법단수 συλλαβίζου

συλλαβιζέσθω

쌍수 συλλαβίζεσθον

συλλαβιζέσθων

복수 συλλαβίζεσθε

συλλαβιζέσθων, συλλαβιζέσθωσαν

부정사 συλλαβίζεσθαι

분사 남성여성중성
συλλαβιζομενος

συλλαβιζομενου

συλλαβιζομενη

συλλαβιζομενης

συλλαβιζομενον

συλλαβιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION