헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συλαγωγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συλαγωγέω

형태분석: συλαγωγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: su=lon, a)gwgo/s

  1. to carry off as booty, lead captive

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλαγώγω

συλαγώγεις

συλαγώγει

쌍수 συλαγώγειτον

συλαγώγειτον

복수 συλαγώγουμεν

συλαγώγειτε

συλαγώγουσιν*

접속법단수 συλαγώγω

συλαγώγῃς

συλαγώγῃ

쌍수 συλαγώγητον

συλαγώγητον

복수 συλαγώγωμεν

συλαγώγητε

συλαγώγωσιν*

기원법단수 συλαγώγοιμι

συλαγώγοις

συλαγώγοι

쌍수 συλαγώγοιτον

συλαγωγοίτην

복수 συλαγώγοιμεν

συλαγώγοιτε

συλαγώγοιεν

명령법단수 συλαγῶγει

συλαγωγεῖτω

쌍수 συλαγώγειτον

συλαγωγεῖτων

복수 συλαγώγειτε

συλαγωγοῦντων, συλαγωγεῖτωσαν

부정사 συλαγώγειν

분사 남성여성중성
συλαγωγων

συλαγωγουντος

συλαγωγουσα

συλαγωγουσης

συλαγωγουν

συλαγωγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλαγώγουμαι

συλαγώγει, συλαγώγῃ

συλαγώγειται

쌍수 συλαγώγεισθον

συλαγώγεισθον

복수 συλαγωγοῦμεθα

συλαγώγεισθε

συλαγώγουνται

접속법단수 συλαγώγωμαι

συλαγώγῃ

συλαγώγηται

쌍수 συλαγώγησθον

συλαγώγησθον

복수 συλαγωγώμεθα

συλαγώγησθε

συλαγώγωνται

기원법단수 συλαγωγοίμην

συλαγώγοιο

συλαγώγοιτο

쌍수 συλαγώγοισθον

συλαγωγοίσθην

복수 συλαγωγοίμεθα

συλαγώγοισθε

συλαγώγοιντο

명령법단수 συλαγώγου

συλαγωγεῖσθω

쌍수 συλαγώγεισθον

συλαγωγεῖσθων

복수 συλαγώγεισθε

συλαγωγεῖσθων, συλαγωγεῖσθωσαν

부정사 συλαγώγεισθαι

분사 남성여성중성
συλαγωγουμενος

συλαγωγουμενου

συλαγωγουμενη

συλαγωγουμενης

συλαγωγουμενον

συλαγωγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Βλέπετε μή τισ ὑμᾶσ ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆσ φιλοσοφίασ καὶ κενῆσ ἀπάτησ κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· (PROS KOLASSAEIS, chapter 1 42:1)

    (PROS KOLASSAEIS, chapter 1 42:1)

유의어

  1. to carry off as booty

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION