고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συκοφαντικός συκοφαντική συκοφαντικόν
Structure: συκοφαντικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | συκοφαντικός | συκοφαντική | συκοφαντικόν |
| Genitive | συκοφαντικοῦ | συκοφαντικῆς | συκοφαντικοῦ | |
| Dative | συκοφαντικῷ | συκοφαντικῇ | συκοφαντικῷ | |
| Accusative | συκοφαντικόν | συκοφαντικήν | συκοφαντικόν | |
| Vocative | συκοφαντικέ | συκοφαντική | συκοφαντικόν | |
| Dual | N/A/V | συκοφαντικώ | συκοφαντικᾱ́ | συκοφαντικώ |
| G/D | συκοφαντικοῖν | συκοφαντικαῖν | συκοφαντικοῖν | |
| Plural | Nominative | συκοφαντικοί | συκοφαντικαί | συκοφαντικά |
| Genitive | συκοφαντικῶν | συκοφαντικῶν | συκοφαντικῶν | |
| Dative | συκοφαντικοῖς | συκοφαντικαῖς | συκοφαντικοῖς | |
| Accusative | συκοφαντικούς | συκοφαντικᾱ́ς | συκοφαντικά | |
| Vocative | συκοφαντικοί | συκοφαντικαί | συκοφαντικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | συκοφαντικός συκοφαντικοῦ | συκοφαντικώτερος συκοφαντικωτεροῦ | συκοφαντικώτατος συκοφαντικωτατοῦ |
| Adverb | συκοφαντικώς | συκοφαντικώτερον | συκοφαντικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기