Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκωμάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκωμάζω συγκωμάσω

Structure: συγ (Prefix) + κωμάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to march together in a kw=mos or band of revellers

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκωμάζω συγκωμάζεις συγκωμάζει
Dual συγκωμάζετον συγκωμάζετον
Plural συγκωμάζομεν συγκωμάζετε συγκωμάζουσιν*
SubjunctiveSingular συγκωμάζω συγκωμάζῃς συγκωμάζῃ
Dual συγκωμάζητον συγκωμάζητον
Plural συγκωμάζωμεν συγκωμάζητε συγκωμάζωσιν*
OptativeSingular συγκωμάζοιμι συγκωμάζοις συγκωμάζοι
Dual συγκωμάζοιτον συγκωμαζοίτην
Plural συγκωμάζοιμεν συγκωμάζοιτε συγκωμάζοιεν
ImperativeSingular συγκώμαζε συγκωμαζέτω
Dual συγκωμάζετον συγκωμαζέτων
Plural συγκωμάζετε συγκωμαζόντων, συγκωμαζέτωσαν
Infinitive συγκωμάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκωμαζων συγκωμαζοντος συγκωμαζουσα συγκωμαζουσης συγκωμαζον συγκωμαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκωμάζομαι συγκωμάζει, συγκωμάζῃ συγκωμάζεται
Dual συγκωμάζεσθον συγκωμάζεσθον
Plural συγκωμαζόμεθα συγκωμάζεσθε συγκωμάζονται
SubjunctiveSingular συγκωμάζωμαι συγκωμάζῃ συγκωμάζηται
Dual συγκωμάζησθον συγκωμάζησθον
Plural συγκωμαζώμεθα συγκωμάζησθε συγκωμάζωνται
OptativeSingular συγκωμαζοίμην συγκωμάζοιο συγκωμάζοιτο
Dual συγκωμάζοισθον συγκωμαζοίσθην
Plural συγκωμαζοίμεθα συγκωμάζοισθε συγκωμάζοιντο
ImperativeSingular συγκωμάζου συγκωμαζέσθω
Dual συγκωμάζεσθον συγκωμαζέσθων
Plural συγκωμάζεσθε συγκωμαζέσθων, συγκωμαζέσθωσαν
Infinitive συγκωμάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκωμαζομενος συγκωμαζομενου συγκωμαζομενη συγκωμαζομενης συγκωμαζομενον συγκωμαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκωμάσω συγκωμάσεις συγκωμάσει
Dual συγκωμάσετον συγκωμάσετον
Plural συγκωμάσομεν συγκωμάσετε συγκωμάσουσιν*
OptativeSingular συγκωμάσοιμι συγκωμάσοις συγκωμάσοι
Dual συγκωμάσοιτον συγκωμασοίτην
Plural συγκωμάσοιμεν συγκωμάσοιτε συγκωμάσοιεν
Infinitive συγκωμάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκωμασων συγκωμασοντος συγκωμασουσα συγκωμασουσης συγκωμασον συγκωμασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκωμάσομαι συγκωμάσει, συγκωμάσῃ συγκωμάσεται
Dual συγκωμάσεσθον συγκωμάσεσθον
Plural συγκωμασόμεθα συγκωμάσεσθε συγκωμάσονται
OptativeSingular συγκωμασοίμην συγκωμάσοιο συγκωμάσοιτο
Dual συγκωμάσοισθον συγκωμασοίσθην
Plural συγκωμασοίμεθα συγκωμάσοισθε συγκωμάσοιντο
Infinitive συγκωμάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκωμασομενος συγκωμασομενου συγκωμασομενη συγκωμασομενης συγκωμασομενον συγκωμασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοιγαροῦν καὶ τὸ ᾆσμα ὃ μεταξὺ ὀρχούμενοι ᾄδουσιν Ἀφροδίτησ ἐπίκλησίσ ἐστιν καὶ Ἐρώτων, ὡσ συγκωμάζοιεν αὐτοῖσ καὶ συνορχοῖντο. (Lucian, De saltatione, (no name) 11:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION