Ancient Greek-English Dictionary Language

σύγκωλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σύγκωλος σύγκωλον

Structure: συγκωλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kw=lon

Sense

  1. with limbs close together

Examples

  • ἔχει γὰρ κεφαλὴν κούφην, μικράν, κατωφερῆ, στενὴν ἐκ τοῦ πρόσθεν, <ὦτα ὑψηλά,> τράχηλον λεπτόν, περιφερῆ, οὐ σκληρόν, μῆκοσ ἱκανόν, ὠμοπλάτασ ὀρθάσ, ἀσυνδέτουσ ἄνωθεν, σκέλη τὰ ἐπ’ αὐτῶν ἐλαφρά, σύγκωλα, στῆθοσ οὐ βαρύτονον, πλευρὰσ ἐλαφράσ, συμμέτρουσ, ὀσφῦν περιφερῆ, κωλῆν σαρκώδη, λαγόνασ ὑγράσ, λαπαρὰσ ἱκανῶσ, ἰσχία στρογγύλα, πλήρη κύκλῳ, ἄνωθεν δὲ ὡσ χρὴ διεστῶτα, μηροὺσ μικρούσ, εὐπαγεῖσ, ἔξωθεν μῦσ ἐπιτεταμένουσ, ἔνδοθεν δὲ οὐκ ὀγκώδεισ, ὑποκώλια μακρά, στιφρά, πόδασ τοὺσ πρόσθεν ἄκρωσ ὑγρούσ, στενούσ, ὀρθούσ, τοὺσ δὲ ὄπισθεν στερεούσ, πλατεῖσ, πάντασ δὲ οὐδενὸσ τραχέοσ φροντίζοντασ, σκέλη τὰ ὄπισθεν μείζω πολὺ τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐγκεκλιμένα μικρὸν ἔξω, τρίχωμα βραχύ, κοῦφον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 36:1)

Synonyms

  1. with limbs close together

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION