헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκυνηγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκυνηγέω συγκυνηγήσω

형태분석: συγ (접두사) + κυνηγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = sugkunhgete/w, Arist.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκυνήγω

συγκυνήγεις

συγκυνήγει

쌍수 συγκυνήγειτον

συγκυνήγειτον

복수 συγκυνήγουμεν

συγκυνήγειτε

συγκυνήγουσιν*

접속법단수 συγκυνήγω

συγκυνήγῃς

συγκυνήγῃ

쌍수 συγκυνήγητον

συγκυνήγητον

복수 συγκυνήγωμεν

συγκυνήγητε

συγκυνήγωσιν*

기원법단수 συγκυνήγοιμι

συγκυνήγοις

συγκυνήγοι

쌍수 συγκυνήγοιτον

συγκυνηγοίτην

복수 συγκυνήγοιμεν

συγκυνήγοιτε

συγκυνήγοιεν

명령법단수 συγκυνῆγει

συγκυνηγεῖτω

쌍수 συγκυνήγειτον

συγκυνηγεῖτων

복수 συγκυνήγειτε

συγκυνηγοῦντων, συγκυνηγεῖτωσαν

부정사 συγκυνήγειν

분사 남성여성중성
συγκυνηγων

συγκυνηγουντος

συγκυνηγουσα

συγκυνηγουσης

συγκυνηγουν

συγκυνηγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκυνήγουμαι

συγκυνήγει, συγκυνήγῃ

συγκυνήγειται

쌍수 συγκυνήγεισθον

συγκυνήγεισθον

복수 συγκυνηγοῦμεθα

συγκυνήγεισθε

συγκυνήγουνται

접속법단수 συγκυνήγωμαι

συγκυνήγῃ

συγκυνήγηται

쌍수 συγκυνήγησθον

συγκυνήγησθον

복수 συγκυνηγώμεθα

συγκυνήγησθε

συγκυνήγωνται

기원법단수 συγκυνηγοίμην

συγκυνήγοιο

συγκυνήγοιτο

쌍수 συγκυνήγοισθον

συγκυνηγοίσθην

복수 συγκυνηγοίμεθα

συγκυνήγοισθε

συγκυνήγοιντο

명령법단수 συγκυνήγου

συγκυνηγεῖσθω

쌍수 συγκυνήγεισθον

συγκυνηγεῖσθων

복수 συγκυνήγεισθε

συγκυνηγεῖσθων, συγκυνηγεῖσθωσαν

부정사 συγκυνήγεισθαι

분사 남성여성중성
συγκυνηγουμενος

συγκυνηγουμενου

συγκυνηγουμενη

συγκυνηγουμενης

συγκυνηγουμενον

συγκυνηγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION