헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκυκάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκυκάω συγκυκήσω

형태분석: συγ (접두사) + κυκά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to confound utterly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκύκω

συγκύκᾳς

συγκύκᾳ

쌍수 συγκύκᾱτον

συγκύκᾱτον

복수 συγκύκωμεν

συγκύκᾱτε

συγκύκωσιν*

접속법단수 συγκύκω

συγκύκῃς

συγκύκῃ

쌍수 συγκύκητον

συγκύκητον

복수 συγκύκωμεν

συγκύκητε

συγκύκωσιν*

기원법단수 συγκύκῳμι

συγκύκῳς

συγκύκῳ

쌍수 συγκύκῳτον

συγκυκῷτην

복수 συγκύκῳμεν

συγκύκῳτε

συγκύκῳεν

명령법단수 συγκῦκᾱ

συγκυκᾶτω

쌍수 συγκύκᾱτον

συγκυκᾶτων

복수 συγκύκᾱτε

συγκυκῶντων, συγκυκᾶτωσαν

부정사 συγκύκᾱν

분사 남성여성중성
συγκυκων

συγκυκωντος

συγκυκωσα

συγκυκωσης

συγκυκων

συγκυκωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκύκωμαι

συγκύκᾳ

συγκύκᾱται

쌍수 συγκύκᾱσθον

συγκύκᾱσθον

복수 συγκυκῶμεθα

συγκύκᾱσθε

συγκύκωνται

접속법단수 συγκύκωμαι

συγκύκῃ

συγκύκηται

쌍수 συγκύκησθον

συγκύκησθον

복수 συγκυκώμεθα

συγκύκησθε

συγκύκωνται

기원법단수 συγκυκῷμην

συγκύκῳο

συγκύκῳτο

쌍수 συγκύκῳσθον

συγκυκῷσθην

복수 συγκυκῷμεθα

συγκύκῳσθε

συγκύκῳντο

명령법단수 συγκύκω

συγκυκᾶσθω

쌍수 συγκύκᾱσθον

συγκυκᾶσθων

복수 συγκύκᾱσθε

συγκυκᾶσθων, συγκυκᾶσθωσαν

부정사 συγκύκᾱσθαι

분사 남성여성중성
συγκυκωμενος

συγκυκωμενου

συγκυκωμενη

συγκυκωμενης

συγκυκωμενον

συγκυκωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to confound utterly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION