헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σύγκρουσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σύγκρουσις σύγκρουσεως

형태분석: συγκρουσι (어간) + ς (어미)

어원: from sugkrou/w

  1. 충돌, 갈등, 전투
  1. collision: a conflict

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σύγκρουσις

충돌이

συγκρούσει

충돌들이

συγκρούσεις

충돌들이

속격 συγκρούσεως

충돌의

συγκρούσοιν

충돌들의

συγκρούσεων

충돌들의

여격 συγκρούσει

충돌에게

συγκρούσοιν

충돌들에게

συγκρούσεσιν*

충돌들에게

대격 σύγκρουσιν

충돌을

συγκρούσει

충돌들을

συγκρούσεις

충돌들을

호격 σύγκρουσι

충돌아

συγκρούσει

충돌들아

συγκρούσεις

충돌들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἡ γὰρ περιπλοκὴ κωλύουσα τὴν διάλυσιν μᾶλλον ἐπιτείνει τὴν σύγκρουσιν, ὥστε μήτε μῖξιν εἶναι μήτε κόλλησιν ἀλλὰ ταραχὴν καὶ μάχην κατ’ αὐτοὺσ τὴν λεγομένην γένεσιν· (Plutarch, Adversus Colotem, section 10 1:10)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 10 1:10)

  • , τρὶσ γὰρ ἀλλήλοισ ἑξῆσ οὐ διὰ μακροῦ παράκειται φωνήεντα συγκρούσεισ ἐργαζόμενα καὶ ἀνακοπὰσ καὶ οὐκ ἐῶντα τὴν ἀκρόασιν ἑνὸσ κώλου συνεχοῦσ λαβεῖν φαντασίαν· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2287)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2287)

  • "ἐοίκε, συγκρούσεισ λαμβάνουσα καὶ ἀποπηδήσεισ, ἑνότητα δ’ οὐ ποιοῦσα τοιαύτην, οἱάν Ἔρωσ ποιεῖ γαμικῆσ κοινωνίασ ἐπιλαβόμενοσ. (Plutarch, Amatorius, section 248)

    (플루타르코스, Amatorius, section 248)

  • οὐδὲ γὰρ διαβολὰσ αἱ κοιναὶ φιλίαι φέρουσιν οὐδὲ συγκρούσεισ· (Plutarch, De fraterno amore, section 20 1:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 20 1:1)

  • αἱ κοιναὶ φιλίαι φέρουσιν οὐδὲ συγκρούσεισ· (Plutarch, De fraterno amore, section 20 4:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 20 4:1)

유의어

  1. 충돌

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION