헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκοινόομαι

ο 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκοινόομαι συγκοινώσομαι

형태분석: συγκοινό (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 전달하다, 통하다, 알리다
  1. to communicate, impart

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκοινοῦμαι

(나는) 전달한다

συγκοινοῖ

(너는) 전달한다

συγκοινοῦται

(그는) 전달한다

쌍수 συγκοινοῦσθον

(너희 둘은) 전달한다

συγκοινοῦσθον

(그 둘은) 전달한다

복수 συγκοινούμεθα

(우리는) 전달한다

συγκοινοῦσθε

(너희는) 전달한다

συγκοινοῦνται

(그들은) 전달한다

접속법단수 συγκοινῶμαι

(나는) 전달하자

συγκοινοῖ

(너는) 전달하자

συγκοινῶται

(그는) 전달하자

쌍수 συγκοινῶσθον

(너희 둘은) 전달하자

συγκοινῶσθον

(그 둘은) 전달하자

복수 συγκοινώμεθα

(우리는) 전달하자

συγκοινῶσθε

(너희는) 전달하자

συγκοινῶνται

(그들은) 전달하자

기원법단수 συγκοινοίμην

(나는) 전달하기를 (바라다)

συγκοινοῖο

(너는) 전달하기를 (바라다)

συγκοινοῖτο

(그는) 전달하기를 (바라다)

쌍수 συγκοινοῖσθον

(너희 둘은) 전달하기를 (바라다)

συγκοινοίσθην

(그 둘은) 전달하기를 (바라다)

복수 συγκοινοίμεθα

(우리는) 전달하기를 (바라다)

συγκοινοῖσθε

(너희는) 전달하기를 (바라다)

συγκοινοῖντο

(그들은) 전달하기를 (바라다)

명령법단수 συγκοινοῦ

(너는) 전달해라

συγκοινούσθω

(그는) 전달해라

쌍수 συγκοινοῦσθον

(너희 둘은) 전달해라

συγκοινούσθων

(그 둘은) 전달해라

복수 συγκοινοῦσθε

(너희는) 전달해라

συγκοινούσθων, συγκοινούσθωσαν

(그들은) 전달해라

부정사 συγκοινοῦσθαι

전달하는 것

분사 남성여성중성
συγκοινουμενος

συγκοινουμενου

συγκοινουμενη

συγκοινουμενης

συγκοινουμενον

συγκοινουμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκοινώσομαι

(나는) 전달하겠다

συγκοινώσει, συγκοινώσῃ

(너는) 전달하겠다

συγκοινώσεται

(그는) 전달하겠다

쌍수 συγκοινώσεσθον

(너희 둘은) 전달하겠다

συγκοινώσεσθον

(그 둘은) 전달하겠다

복수 συγκοινωσόμεθα

(우리는) 전달하겠다

συγκοινώσεσθε

(너희는) 전달하겠다

συγκοινώσονται

(그들은) 전달하겠다

기원법단수 συγκοινωσοίμην

(나는) 전달하겠기를 (바라다)

συγκοινώσοιο

(너는) 전달하겠기를 (바라다)

συγκοινώσοιτο

(그는) 전달하겠기를 (바라다)

쌍수 συγκοινώσοισθον

(너희 둘은) 전달하겠기를 (바라다)

συγκοινωσοίσθην

(그 둘은) 전달하겠기를 (바라다)

복수 συγκοινωσοίμεθα

(우리는) 전달하겠기를 (바라다)

συγκοινώσοισθε

(너희는) 전달하겠기를 (바라다)

συγκοινώσοιντο

(그들은) 전달하겠기를 (바라다)

부정사 συγκοινώσεσθαι

전달할 것

분사 남성여성중성
συγκοινωσομενος

συγκοινωσομενου

συγκοινωσομενη

συγκοινωσομενης

συγκοινωσομενον

συγκοινωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυγκοινούμην

(나는) 전달하고 있었다

ἐσυγκοινοῦ

(너는) 전달하고 있었다

ἐσυγκοινοῦτο

(그는) 전달하고 있었다

쌍수 ἐσυγκοινοῦσθον

(너희 둘은) 전달하고 있었다

ἐσυγκοινούσθην

(그 둘은) 전달하고 있었다

복수 ἐσυγκοινούμεθα

(우리는) 전달하고 있었다

ἐσυγκοινοῦσθε

(너희는) 전달하고 있었다

ἐσυγκοινοῦντο

(그들은) 전달하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 전달하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION