Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκληρόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκληρόω συγκληρώσω

Structure: συγ (Prefix) + κληρό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to embrace in one lot, choose by lot
  2. to assign by the same lot, to couple with one

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκλήρω συγκλήροις συγκλήροι
Dual συγκλήρουτον συγκλήρουτον
Plural συγκλήρουμεν συγκλήρουτε συγκλήρουσιν*
SubjunctiveSingular συγκλήρω συγκλήροις συγκλήροι
Dual συγκλήρωτον συγκλήρωτον
Plural συγκλήρωμεν συγκλήρωτε συγκλήρωσιν*
OptativeSingular συγκλήροιμι συγκλήροις συγκλήροι
Dual συγκλήροιτον συγκληροίτην
Plural συγκλήροιμεν συγκλήροιτε συγκλήροιεν
ImperativeSingular συγκλῆρου συγκληροῦτω
Dual συγκλήρουτον συγκληροῦτων
Plural συγκλήρουτε συγκληροῦντων, συγκληροῦτωσαν
Infinitive συγκλήρουν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκληρων συγκληρουντος συγκληρουσα συγκληρουσης συγκληρουν συγκληρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκλήρουμαι συγκλήροι συγκλήρουται
Dual συγκλήρουσθον συγκλήρουσθον
Plural συγκληροῦμεθα συγκλήρουσθε συγκλήρουνται
SubjunctiveSingular συγκλήρωμαι συγκλήροι συγκλήρωται
Dual συγκλήρωσθον συγκλήρωσθον
Plural συγκληρώμεθα συγκλήρωσθε συγκλήρωνται
OptativeSingular συγκληροίμην συγκλήροιο συγκλήροιτο
Dual συγκλήροισθον συγκληροίσθην
Plural συγκληροίμεθα συγκλήροισθε συγκλήροιντο
ImperativeSingular συγκλήρου συγκληροῦσθω
Dual συγκλήρουσθον συγκληροῦσθων
Plural συγκλήρουσθε συγκληροῦσθων, συγκληροῦσθωσαν
Infinitive συγκλήρουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκληρουμενος συγκληρουμενου συγκληρουμενη συγκληρουμενης συγκληρουμενον συγκληρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • " πιστὸσ ἔδοξεν ταῦτα εἰπὼν καὶ συνεκληροῦτο πείσασ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 465:2)

Synonyms

  1. to embrace in one lot

  2. to assign by the same lot

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION