헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατηγορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατηγορέω

형태분석: συγκατηγορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in accusing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατηγόρω

συγκατηγόρεις

συγκατηγόρει

쌍수 συγκατηγόρειτον

συγκατηγόρειτον

복수 συγκατηγόρουμεν

συγκατηγόρειτε

συγκατηγόρουσιν*

접속법단수 συγκατηγόρω

συγκατηγόρῃς

συγκατηγόρῃ

쌍수 συγκατηγόρητον

συγκατηγόρητον

복수 συγκατηγόρωμεν

συγκατηγόρητε

συγκατηγόρωσιν*

기원법단수 συγκατηγόροιμι

συγκατηγόροις

συγκατηγόροι

쌍수 συγκατηγόροιτον

συγκατηγοροίτην

복수 συγκατηγόροιμεν

συγκατηγόροιτε

συγκατηγόροιεν

명령법단수 συγκατηγο͂ρει

συγκατηγορεῖτω

쌍수 συγκατηγόρειτον

συγκατηγορεῖτων

복수 συγκατηγόρειτε

συγκατηγοροῦντων, συγκατηγορεῖτωσαν

부정사 συγκατηγόρειν

분사 남성여성중성
συγκατηγορων

συγκατηγορουντος

συγκατηγορουσα

συγκατηγορουσης

συγκατηγορουν

συγκατηγορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατηγόρουμαι

συγκατηγόρει, συγκατηγόρῃ

συγκατηγόρειται

쌍수 συγκατηγόρεισθον

συγκατηγόρεισθον

복수 συγκατηγοροῦμεθα

συγκατηγόρεισθε

συγκατηγόρουνται

접속법단수 συγκατηγόρωμαι

συγκατηγόρῃ

συγκατηγόρηται

쌍수 συγκατηγόρησθον

συγκατηγόρησθον

복수 συγκατηγορώμεθα

συγκατηγόρησθε

συγκατηγόρωνται

기원법단수 συγκατηγοροίμην

συγκατηγόροιο

συγκατηγόροιτο

쌍수 συγκατηγόροισθον

συγκατηγοροίσθην

복수 συγκατηγοροίμεθα

συγκατηγόροισθε

συγκατηγόροιντο

명령법단수 συγκατηγόρου

συγκατηγορεῖσθω

쌍수 συγκατηγόρεισθον

συγκατηγορεῖσθων

복수 συγκατηγόρεισθε

συγκατηγορεῖσθων, συγκατηγορεῖσθωσαν

부정사 συγκατηγόρεισθαι

분사 남성여성중성
συγκατηγορουμενος

συγκατηγορουμενου

συγκατηγορουμενη

συγκατηγορουμενης

συγκατηγορουμενον

συγκατηγορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτωσ γὰρ ἡγοῦνταί τινεσ ἐξουσίαν εἶναι σφίσιν καὶ ποιεῖν ὅ τι βούλονται καὶ λέγειν παρ’ ὑμῖν, ὥστε τῶν τότε συγκατηγορούντων μετ’ Ἀριστοφῶντοσ καὶ πικρῶν ὄντων τοῖσ μεμισθωκόσι τὰσ τριηραρχίασ νῦν κελεύουσί τινεσ τούτουσ στεφανῶσαι, καὶ δυοῖν θάτερον ἐξελέγχουσιν αὑτούσ, ἢ τότ’ ἐκείνουσ ἀδίκωσ συκοφαντοῦντεσ, ἢ νῦν τοῖσδ’ ἐπὶ μισθῷ συνηγοροῦντεσ. (Demosthenes, Speeches 51-61, 21:2)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 21:2)

  • εἶθ’ ὑπὲρ μὲν συγγενῶν καὶ ἀναγκαίων ἀνθρώπων οὐκ ἀναβαίνεισ, ὑπὲρ Αἰσχίνου δ’ ἀναβήσει, ὅσ, ἡνίκ’ ἔκρινεν Ἀριστοφῶν Φιλόνικονκαὶ δι’ ἐκείνου τῶν σοὶ πεπραγμένων κατηγόρει, συγκατηγόρει μετ’ ἐκείνου σοῦ καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν εἷσ ἐξητάζετο; (Demosthenes, Speeches 11-20, 377:2)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 377:2)

  • οἰκτρὸσ δ’ ἦν ἐν ἀμφοτέροισ, ὅτε μὲν ἀπελύοντό τινεσ τὰσ τοῦ νεανίσκου διαβολὰσ εἰσ ὀργὴν ἐκταραττόμενοσ, ἐπειδὴ δὲ Ἀρχέλαοσ συγκατηγόρει, πρὸσ δάκρυα καὶ λύπην οὐκ ἀπαθῆ μεθιστάμενοσ· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 16 313:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 16 313:1)

유의어

  1. to join in accusing

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION