Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταθέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταθέω

Structure: συγ (Prefix) + καταθέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make an inroad with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατάθω συγκατάθεις συγκατάθει
Dual συγκατάθειτον συγκατάθειτον
Plural συγκατάθουμεν συγκατάθειτε συγκατάθουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατάθω συγκατάθῃς συγκατάθῃ
Dual συγκατάθητον συγκατάθητον
Plural συγκατάθωμεν συγκατάθητε συγκατάθωσιν*
OptativeSingular συγκατάθοιμι συγκατάθοις συγκατάθοι
Dual συγκατάθοιτον συγκαταθοίτην
Plural συγκατάθοιμεν συγκατάθοιτε συγκατάθοιεν
ImperativeSingular συγκατᾶθει συγκαταθεῖτω
Dual συγκατάθειτον συγκαταθεῖτων
Plural συγκατάθειτε συγκαταθοῦντων, συγκαταθεῖτωσαν
Infinitive συγκατάθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταθων συγκαταθουντος συγκαταθουσα συγκαταθουσης συγκαταθουν συγκαταθουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατάθουμαι συγκατάθει, συγκατάθῃ συγκατάθειται
Dual συγκατάθεισθον συγκατάθεισθον
Plural συγκαταθοῦμεθα συγκατάθεισθε συγκατάθουνται
SubjunctiveSingular συγκατάθωμαι συγκατάθῃ συγκατάθηται
Dual συγκατάθησθον συγκατάθησθον
Plural συγκαταθώμεθα συγκατάθησθε συγκατάθωνται
OptativeSingular συγκαταθοίμην συγκατάθοιο συγκατάθοιτο
Dual συγκατάθοισθον συγκαταθοίσθην
Plural συγκαταθοίμεθα συγκατάθοισθε συγκατάθοιντο
ImperativeSingular συγκατάθου συγκαταθεῖσθω
Dual συγκατάθεισθον συγκαταθεῖσθων
Plural συγκατάθεισθε συγκαταθεῖσθων, συγκαταθεῖσθωσαν
Infinitive συγκατάθεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταθουμενος συγκαταθουμενου συγκαταθουμενη συγκαταθουμενης συγκαταθουμενον συγκαταθουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐκέλευσε δὲ καὶ τοὺσ Πέρσασ συγκαταθεῖν· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 2:4)

Synonyms

  1. to make an inroad with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION