- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαταμίγνυμι?

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: synkatamignymi 고전 발음: [슁까따미뉘미] 신약 발음: [슁까따미뉘미]

기본형: συγκαταμίγνυμι συγκαταμίξω

형태분석: συν (접두사) + ὑπο (접두사) + μίγνυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 연합하다, 참여하다, 쏟아서 섞다, 섞다, 소집하다
  1. to mix in with, mingle, blend with, to be absorbed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπομίγνυμι

(나는) 연합한다

συνυπομίγνυς

(너는) 연합한다

συνυπομίγνυσι(ν)

(그는) 연합한다

쌍수 συνυπομίγνυτον

(너희 둘은) 연합한다

συνυπομίγνυτον

(그 둘은) 연합한다

복수 συνυπομίγνυμεν

(우리는) 연합한다

συνυπομίγνυτε

(너희는) 연합한다

συνυπομιγνύασι(ν)

(그들은) 연합한다

접속법단수 συνυπομιγνύω

(나는) 연합하자

συνυπομιγνύῃς

(너는) 연합하자

συνυπομιγνύῃ

(그는) 연합하자

쌍수 συνυπομιγνύητον

(너희 둘은) 연합하자

συνυπομιγνύητον

(그 둘은) 연합하자

복수 συνυπομιγνύωμεν

(우리는) 연합하자

συνυπομιγνύητε

(너희는) 연합하자

συνυπομιγνύωσι(ν)

(그들은) 연합하자

기원법단수 συνυπομιγνύοιμι

(나는) 연합하기를 (바라다)

συνυπομιγνύοις

(너는) 연합하기를 (바라다)

συνυπομιγνύοι

(그는) 연합하기를 (바라다)

쌍수 συνυπομιγνύοιτον

(너희 둘은) 연합하기를 (바라다)

συνυπομιγνυοίτην

(그 둘은) 연합하기를 (바라다)

복수 συνυπομιγνύοιμεν

(우리는) 연합하기를 (바라다)

συνυπομιγνύοιτε

(너희는) 연합하기를 (바라다)

συνυπομιγνύοιεν

(그들은) 연합하기를 (바라다)

명령법단수 συνυπομίγνυ

(너는) 연합해라

συνυπομιγνύτω

(그는) 연합해라

쌍수 συνυπομίγνυτον

(너희 둘은) 연합해라

συνυπομιγνύτων

(그 둘은) 연합해라

복수 συνυπομίγνυτε

(너희는) 연합해라

συνυπομιγνύντων

(그들은) 연합해라

부정사 συνυπομιγνύναι

연합하는 것

분사 남성여성중성
συνυπομιγνυς

συνυπομιγνυντος

συνυπομιγνυσα

συνυπομιγνυσης

συνυπομιγνυν

συνυπομιγνυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπομίγνυμαι

(나는) 연합된다

συνυπομίγνυσαι

(너는) 연합된다

συνυπομίγνυται

(그는) 연합된다

쌍수 συνυπομίγνυσθον

(너희 둘은) 연합된다

συνυπομίγνυσθον

(그 둘은) 연합된다

복수 συνυπομιγνύμεθα

(우리는) 연합된다

συνυπομίγνυσθε

(너희는) 연합된다

συνυπομίγνυνται

(그들은) 연합된다

접속법단수 συνυπομιγνύωμαι

(나는) 연합되자

συνυπομιγνύῃ

(너는) 연합되자

συνυπομιγνύηται

(그는) 연합되자

쌍수 συνυπομιγνύησθον

(너희 둘은) 연합되자

συνυπομιγνύησθον

(그 둘은) 연합되자

복수 συνυπομιγνυώμεθα

(우리는) 연합되자

συνυπομιγνύησθε

(너희는) 연합되자

συνυπομιγνύωνται

(그들은) 연합되자

기원법단수 συνυπομιγνυοίμην

(나는) 연합되기를 (바라다)

συνυπομιγνύοιο

(너는) 연합되기를 (바라다)

συνυπομιγνύοιτο

(그는) 연합되기를 (바라다)

쌍수 συνυπομιγνύοισθον

(너희 둘은) 연합되기를 (바라다)

συνυπομιγνυοίσθην

(그 둘은) 연합되기를 (바라다)

복수 συνυπομιγνυοίμεθα

(우리는) 연합되기를 (바라다)

συνυπομιγνύοισθε

(너희는) 연합되기를 (바라다)

συνυπομιγνύοιντο

(그들은) 연합되기를 (바라다)

명령법단수 συνυπομίγνυσο

(너는) 연합되어라

συνυπομιγνύσθω

(그는) 연합되어라

쌍수 συνυπομίγνυσθον

(너희 둘은) 연합되어라

συνυπομιγνύσθων

(그 둘은) 연합되어라

복수 συνυπομίγνυσθε

(너희는) 연합되어라

συνυπομιγνύσθων

(그들은) 연합되어라

부정사 συνυπομίγνυσθαι

연합되는 것

분사 남성여성중성
συνυπομιγνυμενος

συνυπομιγνυμενου

συνυπομιγνυμενη

συνυπομιγνυμενης

συνυπομιγνυμενον

συνυπομιγνυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπομίξω

(나는) 연합하겠다

συνυπομίξεις

(너는) 연합하겠다

συνυπομίξει

(그는) 연합하겠다

쌍수 συνυπομίξετον

(너희 둘은) 연합하겠다

συνυπομίξετον

(그 둘은) 연합하겠다

복수 συνυπομίξομεν

(우리는) 연합하겠다

συνυπομίξετε

(너희는) 연합하겠다

συνυπομίξουσι(ν)

(그들은) 연합하겠다

기원법단수 συνυπομίξοιμι

(나는) 연합하겠기를 (바라다)

συνυπομίξοις

(너는) 연합하겠기를 (바라다)

συνυπομίξοι

(그는) 연합하겠기를 (바라다)

쌍수 συνυπομίξοιτον

(너희 둘은) 연합하겠기를 (바라다)

συνυπομιξοίτην

(그 둘은) 연합하겠기를 (바라다)

복수 συνυπομίξοιμεν

(우리는) 연합하겠기를 (바라다)

συνυπομίξοιτε

(너희는) 연합하겠기를 (바라다)

συνυπομίξοιεν

(그들은) 연합하겠기를 (바라다)

부정사 συνυπομίξειν

연합할 것

분사 남성여성중성
συνυπομιξων

συνυπομιξοντος

συνυπομιξουσα

συνυπομιξουσης

συνυπομιξον

συνυπομιξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπομίξομαι

(나는) 연합되겠다

συνυπομίξει, συνυπομίξῃ

(너는) 연합되겠다

συνυπομίξεται

(그는) 연합되겠다

쌍수 συνυπομίξεσθον

(너희 둘은) 연합되겠다

συνυπομίξεσθον

(그 둘은) 연합되겠다

복수 συνυπομιξόμεθα

(우리는) 연합되겠다

συνυπομίξεσθε

(너희는) 연합되겠다

συνυπομίξονται

(그들은) 연합되겠다

기원법단수 συνυπομιξοίμην

(나는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομίξοιο

(너는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομίξοιτο

(그는) 연합되겠기를 (바라다)

쌍수 συνυπομίξοισθον

(너희 둘은) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομιξοίσθην

(그 둘은) 연합되겠기를 (바라다)

복수 συνυπομιξοίμεθα

(우리는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομίξοισθε

(너희는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομίξοιντο

(그들은) 연합되겠기를 (바라다)

부정사 συνυπομίξεσθαι

연합될 것

분사 남성여성중성
συνυπομιξομενος

συνυπομιξομενου

συνυπομιξομενη

συνυπομιξομενης

συνυπομιξομενον

συνυπομιξομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπομιχθήσομαι

(나는) 연합되겠다

συνυπομιχθήσῃ

(너는) 연합되겠다

συνυπομιχθήσεται

(그는) 연합되겠다

쌍수 συνυπομιχθήσεσθον

(너희 둘은) 연합되겠다

συνυπομιχθήσεσθον

(그 둘은) 연합되겠다

복수 συνυπομιχθησόμεθα

(우리는) 연합되겠다

συνυπομιχθήσεσθε

(너희는) 연합되겠다

συνυπομιχθήσονται

(그들은) 연합되겠다

기원법단수 συνυπομιχθησοίμην

(나는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομιχθήσοιο

(너는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομιχθήσοιτο

(그는) 연합되겠기를 (바라다)

쌍수 συνυπομιχθήσοισθον

(너희 둘은) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομιχθησοίσθην

(그 둘은) 연합되겠기를 (바라다)

복수 συνυπομιχθησοίμεθα

(우리는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομιχθήσοισθε

(너희는) 연합되겠기를 (바라다)

συνυπομιχθήσοιντο

(그들은) 연합되겠기를 (바라다)

부정사 συνυπομιχθήσεσθαι

연합될 것

분사 남성여성중성
συνυπομιχθησομενος

συνυπομιχθησομενου

συνυπομιχθησομενη

συνυπομιχθησομενης

συνυπομιχθησομενον

συνυπομιχθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπεμίγνυν

(나는) 연합하고 있었다

συνυπεμίγνυς

(너는) 연합하고 있었다

συνυπεμίγνυ(ν)

(그는) 연합하고 있었다

쌍수 συνυπεμίγνυτον

(너희 둘은) 연합하고 있었다

συνυπεμιγνύτην

(그 둘은) 연합하고 있었다

복수 συνυπεμίγνυμεν

(우리는) 연합하고 있었다

συνυπεμίγνυτε

(너희는) 연합하고 있었다

συνυπεμίγνυσαν

(그들은) 연합하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπεμιγνύμην

(나는) 연합되고 있었다

συνυπεμιγνύου, συνυπεμίγνυσο

(너는) 연합되고 있었다

συνυπεμίγνυτο

(그는) 연합되고 있었다

쌍수 συνυπεμίγνυσθον

(너희 둘은) 연합되고 있었다

συνυπεμιγνύσθην

(그 둘은) 연합되고 있었다

복수 συνυπεμιγνύμεθα

(우리는) 연합되고 있었다

συνυπεμίγνυσθε

(너희는) 연합되고 있었다

συνυπεμίγνυντο

(그들은) 연합되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπέμιξα

(나는) 연합했다

συνυπέμιξας

(너는) 연합했다

συνυπέμιξε(ν)

(그는) 연합했다

쌍수 συνυπεμίξατον

(너희 둘은) 연합했다

συνυπεμιξάτην

(그 둘은) 연합했다

복수 συνυπεμίξαμεν

(우리는) 연합했다

συνυπεμίξατε

(너희는) 연합했다

συνυπέμιξαν

(그들은) 연합했다

접속법단수 συνυπομίξω

(나는) 연합했자

συνυπομίξῃς

(너는) 연합했자

συνυπομίξῃ

(그는) 연합했자

쌍수 συνυπομίξητον

(너희 둘은) 연합했자

συνυπομίξητον

(그 둘은) 연합했자

복수 συνυπομίξωμεν

(우리는) 연합했자

συνυπομίξητε

(너희는) 연합했자

συνυπομίξωσι(ν)

(그들은) 연합했자

기원법단수 συνυπομίξαιμι

(나는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομίξαις

(너는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομίξαι

(그는) 연합했기를 (바라다)

쌍수 συνυπομίξαιτον

(너희 둘은) 연합했기를 (바라다)

συνυπομιξαίτην

(그 둘은) 연합했기를 (바라다)

복수 συνυπομίξαιμεν

(우리는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομίξαιτε

(너희는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομίξαιεν

(그들은) 연합했기를 (바라다)

명령법단수 συνυπομίξον

(너는) 연합했어라

συνυπομιξάτω

(그는) 연합했어라

쌍수 συνυπομίξατον

(너희 둘은) 연합했어라

συνυπομιξάτων

(그 둘은) 연합했어라

복수 συνυπομίξατε

(너희는) 연합했어라

συνυπομιξάντων

(그들은) 연합했어라

부정사 συνυπομίξαι

연합했는 것

분사 남성여성중성
συνυπομιξας

συνυπομιξαντος

συνυπομιξασα

συνυπομιξασης

συνυπομιξαν

συνυπομιξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπεμιξάμην

(나는) 연합되었다

συνυπεμίξω

(너는) 연합되었다

συνυπεμίξατο

(그는) 연합되었다

쌍수 συνυπεμίξασθον

(너희 둘은) 연합되었다

συνυπεμιξάσθην

(그 둘은) 연합되었다

복수 συνυπεμιξάμεθα

(우리는) 연합되었다

συνυπεμίξασθε

(너희는) 연합되었다

συνυπεμίξαντο

(그들은) 연합되었다

접속법단수 συνυπομίξωμαι

(나는) 연합되었자

συνυπομίξῃ

(너는) 연합되었자

συνυπομίξηται

(그는) 연합되었자

쌍수 συνυπομίξησθον

(너희 둘은) 연합되었자

συνυπομίξησθον

(그 둘은) 연합되었자

복수 συνυπομιξώμεθα

(우리는) 연합되었자

συνυπομίξησθε

(너희는) 연합되었자

συνυπομίξωνται

(그들은) 연합되었자

기원법단수 συνυπομιξαίμην

(나는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομίξαιο

(너는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομίξαιτο

(그는) 연합되었기를 (바라다)

쌍수 συνυπομίξαισθον

(너희 둘은) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομιξαίσθην

(그 둘은) 연합되었기를 (바라다)

복수 συνυπομιξαίμεθα

(우리는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομίξαισθε

(너희는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομίξαιντο

(그들은) 연합되었기를 (바라다)

명령법단수 συνυπομίξαι

(너는) 연합되었어라

συνυπομιξάσθω

(그는) 연합되었어라

쌍수 συνυπομίξασθον

(너희 둘은) 연합되었어라

συνυπομιξάσθων

(그 둘은) 연합되었어라

복수 συνυπομίξασθε

(너희는) 연합되었어라

συνυπομιξάσθων

(그들은) 연합되었어라

부정사 συνυπομίξεσθαι

연합되었는 것

분사 남성여성중성
συνυπομιξαμενος

συνυπομιξαμενου

συνυπομιξαμενη

συνυπομιξαμενης

συνυπομιξαμενον

συνυπομιξαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπεμίχθην

(나는) 연합되었다

συνυπεμίχθης

(너는) 연합되었다

συνυπεμίχθη

(그는) 연합되었다

쌍수 συνυπεμίχθητον

(너희 둘은) 연합되었다

συνυπεμιχθήτην

(그 둘은) 연합되었다

복수 συνυπεμίχθημεν

(우리는) 연합되었다

συνυπεμίχθητε

(너희는) 연합되었다

συνυπεμίχθησαν

(그들은) 연합되었다

접속법단수 συνυπομίχθω

(나는) 연합되었자

συνυπομίχθῃς

(너는) 연합되었자

συνυπομίχθῃ

(그는) 연합되었자

쌍수 συνυπομίχθητον

(너희 둘은) 연합되었자

συνυπομίχθητον

(그 둘은) 연합되었자

복수 συνυπομίχθωμεν

(우리는) 연합되었자

συνυπομίχθητε

(너희는) 연합되었자

συνυπομίχθωσι(ν)

(그들은) 연합되었자

기원법단수 συνυπομιχθείην

(나는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομιχθείης

(너는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομιχθείη

(그는) 연합되었기를 (바라다)

쌍수 συνυπομιχθείητον

(너희 둘은) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομιχθειήτην

(그 둘은) 연합되었기를 (바라다)

복수 συνυπομιχθείημεν

(우리는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομιχθείητε

(너희는) 연합되었기를 (바라다)

συνυπομιχθείησαν

(그들은) 연합되었기를 (바라다)

명령법단수 συνυπομίχθητι

(너는) 연합되었어라

συνυπομιχθήτω

(그는) 연합되었어라

쌍수 συνυπομίχθητον

(너희 둘은) 연합되었어라

συνυπομιχθήτων

(그 둘은) 연합되었어라

복수 συνυπομίχθητε

(너희는) 연합되었어라

συνυπομιχθέντων

(그들은) 연합되었어라

부정사 συνυπομιχθῆναι

연합되었는 것

분사 남성여성중성
συνυπομιχθεις

συνυπομιχθεντος

συνυπομιχθεισα

συνυπομιχθεισης

συνυπομιχθεν

συνυπομιχθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπομέμιχα

(나는) 연합했다

συνυπομέμιχας

(너는) 연합했다

συνυπομέμιχε(ν)

(그는) 연합했다

쌍수 συνυπομεμίχατον

(너희 둘은) 연합했다

συνυπομεμίχατον

(그 둘은) 연합했다

복수 συνυπομεμίχαμεν

(우리는) 연합했다

συνυπομεμίχατε

(너희는) 연합했다

συνυπομεμίχασι(ν)

(그들은) 연합했다

접속법단수 συνυπομεμίχω

(나는) 연합했자

συνυπομεμίχῃς

(너는) 연합했자

συνυπομεμίχῃ

(그는) 연합했자

쌍수 συνυπομεμίχητον

(너희 둘은) 연합했자

συνυπομεμίχητον

(그 둘은) 연합했자

복수 συνυπομεμίχωμεν

(우리는) 연합했자

συνυπομεμίχητε

(너희는) 연합했자

συνυπομεμίχωσι(ν)

(그들은) 연합했자

기원법단수 συνυπομεμίχοιμι

(나는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομεμίχοις

(너는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομεμίχοι

(그는) 연합했기를 (바라다)

쌍수 συνυπομεμίχοιτον

(너희 둘은) 연합했기를 (바라다)

συνυπομεμιχοίτην

(그 둘은) 연합했기를 (바라다)

복수 συνυπομεμίχοιμεν

(우리는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομεμίχοιτε

(너희는) 연합했기를 (바라다)

συνυπομεμίχοιεν

(그들은) 연합했기를 (바라다)

명령법단수 συνυπομέμιχε

(너는) 연합했어라

συνυπομεμιχέτω

(그는) 연합했어라

쌍수 συνυπομεμίχετον

(너희 둘은) 연합했어라

συνυπομεμιχέτων

(그 둘은) 연합했어라

복수 συνυπομεμίχετε

(너희는) 연합했어라

συνυπομεμιχόντων

(그들은) 연합했어라

부정사 συνυπομεμιχέναι

연합했는 것

분사 남성여성중성
συνυπομεμιχως

συνυπομεμιχοντος

συνυπομεμιχυια

συνυπομεμιχυιας

συνυπομεμιχον

συνυπομεμιχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπομέμιγμαι

(나는) 연합되었다

συνυπομέμιξαι

(너는) 연합되었다

συνυπομέμικται

(그는) 연합되었다

쌍수 συνυπομέμιχθον

(너희 둘은) 연합되었다

συνυπομέμιχθον

(그 둘은) 연합되었다

복수 συνυπομεμίγμεθα

(우리는) 연합되었다

συνυπομέμιχθε

(너희는) 연합되었다

συνυπομεμίχαται

(그들은) 연합되었다

명령법단수 συνυπομέμιξο

(너는) 연합되었어라

συνυπομεμίχθω

(그는) 연합되었어라

쌍수 συνυπομέμιχθον

(너희 둘은) 연합되었어라

συνυπομεμίχθων

(그 둘은) 연합되었어라

복수 συνυπομέμιχθε

(너희는) 연합되었어라

συνυπομεμίχθων

(그들은) 연합되었어라

부정사 συνυπομέμιχθαι

연합되었는 것

분사 남성여성중성
συνυπομεμιγμενος

συνυπομεμιγμενου

συνυπομεμιγμενη

συνυπομεμιγμενης

συνυπομεμιγμενον

συνυπομεμιγμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 연합하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION