Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταλύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταλύω συγκαταλύσω

Structure: συγ (Prefix) + καταλύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to join or help in undoing or putting down

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταλύω συγκαταλύεις συγκαταλύει
Dual συγκαταλύετον συγκαταλύετον
Plural συγκαταλύομεν συγκαταλύετε συγκαταλύουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταλύω συγκαταλύῃς συγκαταλύῃ
Dual συγκαταλύητον συγκαταλύητον
Plural συγκαταλύωμεν συγκαταλύητε συγκαταλύωσιν*
OptativeSingular συγκαταλύοιμι συγκαταλύοις συγκαταλύοι
Dual συγκαταλύοιτον συγκαταλυοίτην
Plural συγκαταλύοιμεν συγκαταλύοιτε συγκαταλύοιεν
ImperativeSingular συγκατάλυε συγκαταλυέτω
Dual συγκαταλύετον συγκαταλυέτων
Plural συγκαταλύετε συγκαταλυόντων, συγκαταλυέτωσαν
Infinitive συγκαταλύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταλυων συγκαταλυοντος συγκαταλυουσα συγκαταλυουσης συγκαταλυον συγκαταλυοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταλύομαι συγκαταλύει, συγκαταλύῃ συγκαταλύεται
Dual συγκαταλύεσθον συγκαταλύεσθον
Plural συγκαταλυόμεθα συγκαταλύεσθε συγκαταλύονται
SubjunctiveSingular συγκαταλύωμαι συγκαταλύῃ συγκαταλύηται
Dual συγκαταλύησθον συγκαταλύησθον
Plural συγκαταλυώμεθα συγκαταλύησθε συγκαταλύωνται
OptativeSingular συγκαταλυοίμην συγκαταλύοιο συγκαταλύοιτο
Dual συγκαταλύοισθον συγκαταλυοίσθην
Plural συγκαταλυοίμεθα συγκαταλύοισθε συγκαταλύοιντο
ImperativeSingular συγκαταλύου συγκαταλυέσθω
Dual συγκαταλύεσθον συγκαταλυέσθων
Plural συγκαταλύεσθε συγκαταλυέσθων, συγκαταλυέσθωσαν
Infinitive συγκαταλύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταλυομενος συγκαταλυομενου συγκαταλυομενη συγκαταλυομενης συγκαταλυομενον συγκαταλυομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to join or help in undoing or putting down

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION