고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συγκατακτάομαι
Structure: συγκατακτά (Stem) + ομαι (Ending)
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συγκατάκτωμαι | συγκατάκτᾳ | συγκατάκτᾱται |
Dual | συγκατάκτᾱσθον | συγκατάκτᾱσθον | ||
Plural | συγκατακτῶμεθα | συγκατάκτᾱσθε | συγκατάκτωνται | |
Subjunctive | Singular | συγκατάκτωμαι | συγκατάκτῃ | συγκατάκτηται |
Dual | συγκατάκτησθον | συγκατάκτησθον | ||
Plural | συγκατακτώμεθα | συγκατάκτησθε | συγκατάκτωνται | |
Optative | Singular | συγκατακτῷμην | συγκατάκτῳο | συγκατάκτῳτο |
Dual | συγκατάκτῳσθον | συγκατακτῷσθην | ||
Plural | συγκατακτῷμεθα | συγκατάκτῳσθε | συγκατάκτῳντο | |
Imperative | Singular | συγκατάκτω | συγκατακτᾶσθω | |
Dual | συγκατάκτᾱσθον | συγκατακτᾶσθων | ||
Plural | συγκατάκτᾱσθε | συγκατακτᾶσθων, συγκατακτᾶσθωσαν | ||
Infinitive | συγκατάκτᾱσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
συγκατακτωμενος συγκατακτωμενου | συγκατακτωμενη συγκατακτωμενης | συγκατακτωμενον συγκατακτωμενου |
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἐσυγκατακτῶμην | ἐσυγκατάκτω | ἐσυγκατάκτᾱτο |
Dual | ἐσυγκατάκτᾱσθον | ἐσυγκατακτᾶσθην | ||
Plural | ἐσυγκατακτῶμεθα | ἐσυγκατάκτᾱσθε | ἐσυγκατάκτωντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기