- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρόφις?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: strophis 고전 발음: [로피] 신약 발음: [로피]

기본형: στρόφις στρόφιος

형태분석: στροφι (어간) + ς (어미)

어원: στρέφω

  1. 꼬임, 감기, 비틀기
  1. a twisting, slippery fellow

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στρόφις

꼬임이

στρόφιε

꼬임들이

στρόφιες

꼬임들이

속격 στρόφιος

꼬임의

στροφίοιν

꼬임들의

στροφίων

꼬임들의

여격 στρόφι

꼬임에게

στροφίοιν

꼬임들에게

στρόφισι(ν)

꼬임들에게

대격 στρόφιν

꼬임을

στρόφιε

꼬임들을

στρόφιας

꼬임들을

호격 στρόφι

꼬임아

στρόφιε

꼬임들아

στρόφιες

꼬임들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Στρόφιος ὁ Φωκεὺς τοῦδε κλῄζεται πατήρ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, iambic 1:13)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode, iambic 1:13)

  • χρόνον γὰρ Στρόφιος ἦν ἄπαις τινά. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, iambic 1:18)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode, iambic 1:18)

  • νῦν οὖν ἀτεχνῶς ὅ τι βούλονται τουτὶ τοὐμὸν σῶμ αὐτοῖσιν παρέχω, τύπτειν πεινῆν διψῆν αὐχμεῖν ῥιγῶν ἀσκὸν δείρειν, εἴπερ τὰ χρέα διαφευξοῦμαι, τοῖς τ ἀνθρώποις εἶναι δόξω θρασὺς εὔγλωττος τολμηρὸς ἴτης βδελυρὸς ψευδῶν συγκολλητὴς εὑρησιεπὴς περίτριμμα δικῶν κύρβις κρόταλον κίναδος τρύμη μάσθλης εἴρων γλοιὸς ἀλαζὼν κέντρων μιαρὸς στρόφις ἀργαλέος ματιολοιχός: (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests 2:3)

    (아리스토파네스, Clouds, Choral, anapests 2:3)

  • Στρόφιος ἤλασέν μ ἀπ οἴκων φυγάδα θυμωθεὶς πατήρ. (Euripides, episode, trochees 1:5)

    (에우리피데스, episode, trochees 1:5)

  • ἀλλά μοι γέρων ἐφεῖτ Ὀρέστου Στρόφιος ἀγγεῖλαι πέρι. (Sophocles, episode9)

    (소포클레스, episode9)

유의어

  1. 꼬임

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION