헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στροβέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στροβέω στροβήσω

형태분석: στροβέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: stro/bos

  1. 꼬다, 비틀다, 틀다, 왜곡하다, 구부리다, 뒤틀다
  1. to twist, twirl or whirl about, to make dizzy, distract, to whirl about

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρόβω

(나는) 꼰다

στρόβεις

(너는) 꼰다

στρόβει

(그는) 꼰다

쌍수 στρόβειτον

(너희 둘은) 꼰다

στρόβειτον

(그 둘은) 꼰다

복수 στρόβουμεν

(우리는) 꼰다

στρόβειτε

(너희는) 꼰다

στρόβουσιν*

(그들은) 꼰다

접속법단수 στρόβω

(나는) 꼬자

στρόβῃς

(너는) 꼬자

στρόβῃ

(그는) 꼬자

쌍수 στρόβητον

(너희 둘은) 꼬자

στρόβητον

(그 둘은) 꼬자

복수 στρόβωμεν

(우리는) 꼬자

στρόβητε

(너희는) 꼬자

στρόβωσιν*

(그들은) 꼬자

기원법단수 στρόβοιμι

(나는) 꼬기를 (바라다)

στρόβοις

(너는) 꼬기를 (바라다)

στρόβοι

(그는) 꼬기를 (바라다)

쌍수 στρόβοιτον

(너희 둘은) 꼬기를 (바라다)

στροβοίτην

(그 둘은) 꼬기를 (바라다)

복수 στρόβοιμεν

(우리는) 꼬기를 (바라다)

στρόβοιτε

(너희는) 꼬기를 (바라다)

στρόβοιεν

(그들은) 꼬기를 (바라다)

명령법단수 στρο͂βει

(너는) 꽈라

στροβεῖτω

(그는) 꽈라

쌍수 στρόβειτον

(너희 둘은) 꽈라

στροβεῖτων

(그 둘은) 꽈라

복수 στρόβειτε

(너희는) 꽈라

στροβοῦντων, στροβεῖτωσαν

(그들은) 꽈라

부정사 στρόβειν

꼬는 것

분사 남성여성중성
στροβων

στροβουντος

στροβουσα

στροβουσης

στροβουν

στροβουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρόβουμαι

(나는) 꼬여진다

στρόβει, στρόβῃ

(너는) 꼬여진다

στρόβειται

(그는) 꼬여진다

쌍수 στρόβεισθον

(너희 둘은) 꼬여진다

στρόβεισθον

(그 둘은) 꼬여진다

복수 στροβοῦμεθα

(우리는) 꼬여진다

στρόβεισθε

(너희는) 꼬여진다

στρόβουνται

(그들은) 꼬여진다

접속법단수 στρόβωμαι

(나는) 꼬여지자

στρόβῃ

(너는) 꼬여지자

στρόβηται

(그는) 꼬여지자

쌍수 στρόβησθον

(너희 둘은) 꼬여지자

στρόβησθον

(그 둘은) 꼬여지자

복수 στροβώμεθα

(우리는) 꼬여지자

στρόβησθε

(너희는) 꼬여지자

στρόβωνται

(그들은) 꼬여지자

기원법단수 στροβοίμην

(나는) 꼬여지기를 (바라다)

στρόβοιο

(너는) 꼬여지기를 (바라다)

στρόβοιτο

(그는) 꼬여지기를 (바라다)

쌍수 στρόβοισθον

(너희 둘은) 꼬여지기를 (바라다)

στροβοίσθην

(그 둘은) 꼬여지기를 (바라다)

복수 στροβοίμεθα

(우리는) 꼬여지기를 (바라다)

στρόβοισθε

(너희는) 꼬여지기를 (바라다)

στρόβοιντο

(그들은) 꼬여지기를 (바라다)

명령법단수 στρόβου

(너는) 꼬여져라

στροβεῖσθω

(그는) 꼬여져라

쌍수 στρόβεισθον

(너희 둘은) 꼬여져라

στροβεῖσθων

(그 둘은) 꼬여져라

복수 στρόβεισθε

(너희는) 꼬여져라

στροβεῖσθων, στροβεῖσθωσαν

(그들은) 꼬여져라

부정사 στρόβεισθαι

꼬여지는 것

분사 남성여성중성
στροβουμενος

στροβουμενου

στροβουμενη

στροβουμενης

στροβουμενον

στροβουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στροβήσω

(나는) 꼬겠다

στροβήσεις

(너는) 꼬겠다

στροβήσει

(그는) 꼬겠다

쌍수 στροβήσετον

(너희 둘은) 꼬겠다

στροβήσετον

(그 둘은) 꼬겠다

복수 στροβήσομεν

(우리는) 꼬겠다

στροβήσετε

(너희는) 꼬겠다

στροβήσουσιν*

(그들은) 꼬겠다

기원법단수 στροβήσοιμι

(나는) 꼬겠기를 (바라다)

στροβήσοις

(너는) 꼬겠기를 (바라다)

στροβήσοι

(그는) 꼬겠기를 (바라다)

쌍수 στροβήσοιτον

(너희 둘은) 꼬겠기를 (바라다)

στροβησοίτην

(그 둘은) 꼬겠기를 (바라다)

복수 στροβήσοιμεν

(우리는) 꼬겠기를 (바라다)

στροβήσοιτε

(너희는) 꼬겠기를 (바라다)

στροβήσοιεν

(그들은) 꼬겠기를 (바라다)

부정사 στροβήσειν

꼴 것

분사 남성여성중성
στροβησων

στροβησοντος

στροβησουσα

στροβησουσης

στροβησον

στροβησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στροβήσομαι

(나는) 꼬여지겠다

στροβήσει, στροβήσῃ

(너는) 꼬여지겠다

στροβήσεται

(그는) 꼬여지겠다

쌍수 στροβήσεσθον

(너희 둘은) 꼬여지겠다

στροβήσεσθον

(그 둘은) 꼬여지겠다

복수 στροβησόμεθα

(우리는) 꼬여지겠다

στροβήσεσθε

(너희는) 꼬여지겠다

στροβήσονται

(그들은) 꼬여지겠다

기원법단수 στροβησοίμην

(나는) 꼬여지겠기를 (바라다)

στροβήσοιο

(너는) 꼬여지겠기를 (바라다)

στροβήσοιτο

(그는) 꼬여지겠기를 (바라다)

쌍수 στροβήσοισθον

(너희 둘은) 꼬여지겠기를 (바라다)

στροβησοίσθην

(그 둘은) 꼬여지겠기를 (바라다)

복수 στροβησοίμεθα

(우리는) 꼬여지겠기를 (바라다)

στροβήσοισθε

(너희는) 꼬여지겠기를 (바라다)

στροβήσοιντο

(그들은) 꼬여지겠기를 (바라다)

부정사 στροβήσεσθαι

꼬여질 것

분사 남성여성중성
στροβησομενος

στροβησομενου

στροβησομενη

στροβησομενης

στροβησομενον

στροβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστρο͂βουν

(나는) 꼬고 있었다

ἐστρο͂βεις

(너는) 꼬고 있었다

ἐστρο͂βειν*

(그는) 꼬고 있었다

쌍수 ἐστρόβειτον

(너희 둘은) 꼬고 있었다

ἐστροβεῖτην

(그 둘은) 꼬고 있었다

복수 ἐστρόβουμεν

(우리는) 꼬고 있었다

ἐστρόβειτε

(너희는) 꼬고 있었다

ἐστρο͂βουν

(그들은) 꼬고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστροβοῦμην

(나는) 꼬여지고 있었다

ἐστρόβου

(너는) 꼬여지고 있었다

ἐστρόβειτο

(그는) 꼬여지고 있었다

쌍수 ἐστρόβεισθον

(너희 둘은) 꼬여지고 있었다

ἐστροβεῖσθην

(그 둘은) 꼬여지고 있었다

복수 ἐστροβοῦμεθα

(우리는) 꼬여지고 있었다

ἐστρόβεισθε

(너희는) 꼬여지고 있었다

ἐστρόβουντο

(그들은) 꼬여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ’ ὀμβροκτύπῳ ᾤχοντ’ ἄφαντοι ποιμένοσ κακοῦ στρόβῳ. (Aeschylus, Agamemnon, episode 5:9)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode 5:9)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION