Ancient Greek-English Dictionary Language

στροβέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στροβέω στροβήσω

Structure: στροβέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: stro/bos

Sense

  1. to twist, twirl or whirl about, to make dizzy, distract, to whirl about

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρόβω στρόβεις στρόβει
Dual στρόβειτον στρόβειτον
Plural στρόβουμεν στρόβειτε στρόβουσιν*
SubjunctiveSingular στρόβω στρόβῃς στρόβῃ
Dual στρόβητον στρόβητον
Plural στρόβωμεν στρόβητε στρόβωσιν*
OptativeSingular στρόβοιμι στρόβοις στρόβοι
Dual στρόβοιτον στροβοίτην
Plural στρόβοιμεν στρόβοιτε στρόβοιεν
ImperativeSingular στρο͂βει στροβεῖτω
Dual στρόβειτον στροβεῖτων
Plural στρόβειτε στροβοῦντων, στροβεῖτωσαν
Infinitive στρόβειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στροβων στροβουντος στροβουσα στροβουσης στροβουν στροβουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρόβουμαι στρόβει, στρόβῃ στρόβειται
Dual στρόβεισθον στρόβεισθον
Plural στροβοῦμεθα στρόβεισθε στρόβουνται
SubjunctiveSingular στρόβωμαι στρόβῃ στρόβηται
Dual στρόβησθον στρόβησθον
Plural στροβώμεθα στρόβησθε στρόβωνται
OptativeSingular στροβοίμην στρόβοιο στρόβοιτο
Dual στρόβοισθον στροβοίσθην
Plural στροβοίμεθα στρόβοισθε στρόβοιντο
ImperativeSingular στρόβου στροβεῖσθω
Dual στρόβεισθον στροβεῖσθων
Plural στρόβεισθε στροβεῖσθων, στροβεῖσθωσαν
Infinitive στρόβεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στροβουμενος στροβουμενου στροβουμενη στροβουμενης στροβουμενον στροβουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION