Ancient Greek-English Dictionary Language

στρεφεδινέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρεφεδινέω στρεφεδινήσω

Structure: στρεφεδινέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to spin or whirl, round, span round

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεφεδινῶ στρεφεδινεῖς στρεφεδινεῖ
Dual στρεφεδινεῖτον στρεφεδινεῖτον
Plural στρεφεδινοῦμεν στρεφεδινεῖτε στρεφεδινοῦσιν*
SubjunctiveSingular στρεφεδινῶ στρεφεδινῇς στρεφεδινῇ
Dual στρεφεδινῆτον στρεφεδινῆτον
Plural στρεφεδινῶμεν στρεφεδινῆτε στρεφεδινῶσιν*
OptativeSingular στρεφεδινοῖμι στρεφεδινοῖς στρεφεδινοῖ
Dual στρεφεδινοῖτον στρεφεδινοίτην
Plural στρεφεδινοῖμεν στρεφεδινοῖτε στρεφεδινοῖεν
ImperativeSingular στρεφεδίνει στρεφεδινείτω
Dual στρεφεδινεῖτον στρεφεδινείτων
Plural στρεφεδινεῖτε στρεφεδινούντων, στρεφεδινείτωσαν
Infinitive στρεφεδινεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεφεδινων στρεφεδινουντος στρεφεδινουσα στρεφεδινουσης στρεφεδινουν στρεφεδινουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεφεδινοῦμαι στρεφεδινεῖ, στρεφεδινῇ στρεφεδινεῖται
Dual στρεφεδινεῖσθον στρεφεδινεῖσθον
Plural στρεφεδινούμεθα στρεφεδινεῖσθε στρεφεδινοῦνται
SubjunctiveSingular στρεφεδινῶμαι στρεφεδινῇ στρεφεδινῆται
Dual στρεφεδινῆσθον στρεφεδινῆσθον
Plural στρεφεδινώμεθα στρεφεδινῆσθε στρεφεδινῶνται
OptativeSingular στρεφεδινοίμην στρεφεδινοῖο στρεφεδινοῖτο
Dual στρεφεδινοῖσθον στρεφεδινοίσθην
Plural στρεφεδινοίμεθα στρεφεδινοῖσθε στρεφεδινοῖντο
ImperativeSingular στρεφεδινοῦ στρεφεδινείσθω
Dual στρεφεδινεῖσθον στρεφεδινείσθων
Plural στρεφεδινεῖσθε στρεφεδινείσθων, στρεφεδινείσθωσαν
Infinitive στρεφεδινεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεφεδινουμενος στρεφεδινουμενου στρεφεδινουμενη στρεφεδινουμενης στρεφεδινουμενον στρεφεδινουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεφεδινήσω στρεφεδινήσεις στρεφεδινήσει
Dual στρεφεδινήσετον στρεφεδινήσετον
Plural στρεφεδινήσομεν στρεφεδινήσετε στρεφεδινήσουσιν*
OptativeSingular στρεφεδινήσοιμι στρεφεδινήσοις στρεφεδινήσοι
Dual στρεφεδινήσοιτον στρεφεδινησοίτην
Plural στρεφεδινήσοιμεν στρεφεδινήσοιτε στρεφεδινήσοιεν
Infinitive στρεφεδινήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεφεδινησων στρεφεδινησοντος στρεφεδινησουσα στρεφεδινησουσης στρεφεδινησον στρεφεδινησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεφεδινήσομαι στρεφεδινήσει, στρεφεδινήσῃ στρεφεδινήσεται
Dual στρεφεδινήσεσθον στρεφεδινήσεσθον
Plural στρεφεδινησόμεθα στρεφεδινήσεσθε στρεφεδινήσονται
OptativeSingular στρεφεδινησοίμην στρεφεδινήσοιο στρεφεδινήσοιτο
Dual στρεφεδινήσοισθον στρεφεδινησοίσθην
Plural στρεφεδινησοίμεθα στρεφεδινήσοισθε στρεφεδινήσοιντο
Infinitive στρεφεδινήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεφεδινησομενος στρεφεδινησομενου στρεφεδινησομενη στρεφεδινησομενης στρεφεδινησομενον στρεφεδινησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to spin or whirl

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION