헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στραγγαλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στραγγαλίζω στραγγαλίσω

형태분석: στραγγαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: stra/gc

  1. to strangle

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στραγγαλίζω

στραγγαλίζεις

στραγγαλίζει

쌍수 στραγγαλίζετον

στραγγαλίζετον

복수 στραγγαλίζομεν

στραγγαλίζετε

στραγγαλίζουσιν*

접속법단수 στραγγαλίζω

στραγγαλίζῃς

στραγγαλίζῃ

쌍수 στραγγαλίζητον

στραγγαλίζητον

복수 στραγγαλίζωμεν

στραγγαλίζητε

στραγγαλίζωσιν*

기원법단수 στραγγαλίζοιμι

στραγγαλίζοις

στραγγαλίζοι

쌍수 στραγγαλίζοιτον

στραγγαλιζοίτην

복수 στραγγαλίζοιμεν

στραγγαλίζοιτε

στραγγαλίζοιεν

명령법단수 στραγγάλιζε

στραγγαλιζέτω

쌍수 στραγγαλίζετον

στραγγαλιζέτων

복수 στραγγαλίζετε

στραγγαλιζόντων, στραγγαλιζέτωσαν

부정사 στραγγαλίζειν

분사 남성여성중성
στραγγαλιζων

στραγγαλιζοντος

στραγγαλιζουσα

στραγγαλιζουσης

στραγγαλιζον

στραγγαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στραγγαλίζομαι

στραγγαλίζει, στραγγαλίζῃ

στραγγαλίζεται

쌍수 στραγγαλίζεσθον

στραγγαλίζεσθον

복수 στραγγαλιζόμεθα

στραγγαλίζεσθε

στραγγαλίζονται

접속법단수 στραγγαλίζωμαι

στραγγαλίζῃ

στραγγαλίζηται

쌍수 στραγγαλίζησθον

στραγγαλίζησθον

복수 στραγγαλιζώμεθα

στραγγαλίζησθε

στραγγαλίζωνται

기원법단수 στραγγαλιζοίμην

στραγγαλίζοιο

στραγγαλίζοιτο

쌍수 στραγγαλίζοισθον

στραγγαλιζοίσθην

복수 στραγγαλιζοίμεθα

στραγγαλίζοισθε

στραγγαλίζοιντο

명령법단수 στραγγαλίζου

στραγγαλιζέσθω

쌍수 στραγγαλίζεσθον

στραγγαλιζέσθων

복수 στραγγαλίζεσθε

στραγγαλιζέσθων, στραγγαλιζέσθωσαν

부정사 στραγγαλίζεσθαι

분사 남성여성중성
στραγγαλιζομενος

στραγγαλιζομενου

στραγγαλιζομενη

στραγγαλιζομενης

στραγγαλιζομενον

στραγγαλιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στραγγαλίσω

στραγγαλίσεις

στραγγαλίσει

쌍수 στραγγαλίσετον

στραγγαλίσετον

복수 στραγγαλίσομεν

στραγγαλίσετε

στραγγαλίσουσιν*

기원법단수 στραγγαλίσοιμι

στραγγαλίσοις

στραγγαλίσοι

쌍수 στραγγαλίσοιτον

στραγγαλισοίτην

복수 στραγγαλίσοιμεν

στραγγαλίσοιτε

στραγγαλίσοιεν

부정사 στραγγαλίσειν

분사 남성여성중성
στραγγαλισων

στραγγαλισοντος

στραγγαλισουσα

στραγγαλισουσης

στραγγαλισον

στραγγαλισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στραγγαλίσομαι

στραγγαλίσει, στραγγαλίσῃ

στραγγαλίσεται

쌍수 στραγγαλίσεσθον

στραγγαλίσεσθον

복수 στραγγαλισόμεθα

στραγγαλίσεσθε

στραγγαλίσονται

기원법단수 στραγγαλισοίμην

στραγγαλίσοιο

στραγγαλίσοιτο

쌍수 στραγγαλίσοισθον

στραγγαλισοίσθην

복수 στραγγαλισοίμεθα

στραγγαλίσοισθε

στραγγαλίσοιντο

부정사 στραγγαλίσεσθαι

분사 남성여성중성
στραγγαλισομενος

στραγγαλισομενου

στραγγαλισομενη

στραγγαλισομενης

στραγγαλισομενον

στραγγαλισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to strangle

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION