헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στομόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στομόω

형태분석: στομό (어간) + ω (인칭어미)

어원: sto/ma

  1. 굳히다, 다지다, 굳어지다, 딱딱하게 하다, 강화하다
  2. 막다, 가두다, 울타리로 둘러싸다
  1. to muzzle or gag
  2. to furnish with an edge, to steel, harden, train for
  3. to fringe, fence

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στομῶ

στομοῖς

στομοῖ

쌍수 στομοῦτον

στομοῦτον

복수 στομοῦμεν

στομοῦτε

στομοῦσιν*

접속법단수 στομῶ

στομοῖς

στομοῖ

쌍수 στομῶτον

στομῶτον

복수 στομῶμεν

στομῶτε

στομῶσιν*

기원법단수 στομοῖμι

στομοῖς

στομοῖ

쌍수 στομοῖτον

στομοίτην

복수 στομοῖμεν

στομοῖτε

στομοῖεν

명령법단수 στόμου

στομούτω

쌍수 στομοῦτον

στομούτων

복수 στομοῦτε

στομούντων, στομούτωσαν

부정사 στομοῦν

분사 남성여성중성
στομων

στομουντος

στομουσα

στομουσης

στομουν

στομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στομοῦμαι

στομοῖ

στομοῦται

쌍수 στομοῦσθον

στομοῦσθον

복수 στομούμεθα

στομοῦσθε

στομοῦνται

접속법단수 στομῶμαι

στομοῖ

στομῶται

쌍수 στομῶσθον

στομῶσθον

복수 στομώμεθα

στομῶσθε

στομῶνται

기원법단수 στομοίμην

στομοῖο

στομοῖτο

쌍수 στομοῖσθον

στομοίσθην

복수 στομοίμεθα

στομοῖσθε

στομοῖντο

명령법단수 στομοῦ

στομούσθω

쌍수 στομοῦσθον

στομούσθων

복수 στομοῦσθε

στομούσθων, στομούσθωσαν

부정사 στομοῦσθαι

분사 남성여성중성
στομουμενος

στομουμενου

στομουμενη

στομουμενης

στομουμενον

στομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἢν δὲ μὴ πέρην καίηται, τάμνειν χρὴ τὸ μετέωρον, μὴ πάνυ σμικρὴν τομήν‧ διὰ παχυτέρου μὴν καὶ τὸ πῦον εὑρίσκεται, ἢ ὡσ ἄν τισ δοκέοι‧ ὡσ δ’ ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, καὶ πάντα τἄλλα τὰ μυξώδεα καὶ μυξοποιὰ, ἅτε γλίσχρα ἐόντα, ὑποθιγγανόμενα διολισθάνει ταχέωσ ὑπὸ τοὺσ δακτύλουσ καὶ ἔνθα καὶ ἔνθα‧ διὰ τοῦτο διὰ παχυτέρου εὑρίσκουσι τὰ τοιαῦτα οἱ ἰητροὶ, ἢ ὡσ οἰόνται‧ ἐπεὶ καὶ τῶν γαγγλιωδέων ἔνια, ὅσα ἂν πλαδαρὰ ἐῄ, καὶ μυξώδεα σάρκα ἔχῃ, πολλοὶ στομοῦσιν, οἰόμενοι Ῥεῦμα ἀνευρήσειν ἐσ τὰ τοιαῦτα‧ ἡ μὲν οὖν γνώμη τοῦ ἰητροῦ ἐξαπατᾶται‧ τῷ δὲ πρήγματι τῷ τοιούτῳ οὐδεμία βλάβη στομωθέντι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 40.7)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 40.7)

유의어

  1. to muzzle or gag

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION