Ancient Greek-English Dictionary Language

στομόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στομόω

Structure: στομό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sto/ma

Sense

  1. to muzzle or gag
  2. to furnish with an edge, to steel, harden, train for
  3. to fringe, fence

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στομῶ στομοῖς στομοῖ
Dual στομοῦτον στομοῦτον
Plural στομοῦμεν στομοῦτε στομοῦσιν*
SubjunctiveSingular στομῶ στομοῖς στομοῖ
Dual στομῶτον στομῶτον
Plural στομῶμεν στομῶτε στομῶσιν*
OptativeSingular στομοῖμι στομοῖς στομοῖ
Dual στομοῖτον στομοίτην
Plural στομοῖμεν στομοῖτε στομοῖεν
ImperativeSingular στόμου στομούτω
Dual στομοῦτον στομούτων
Plural στομοῦτε στομούντων, στομούτωσαν
Infinitive στομοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
στομων στομουντος στομουσα στομουσης στομουν στομουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στομοῦμαι στομοῖ στομοῦται
Dual στομοῦσθον στομοῦσθον
Plural στομούμεθα στομοῦσθε στομοῦνται
SubjunctiveSingular στομῶμαι στομοῖ στομῶται
Dual στομῶσθον στομῶσθον
Plural στομώμεθα στομῶσθε στομῶνται
OptativeSingular στομοίμην στομοῖο στομοῖτο
Dual στομοῖσθον στομοίσθην
Plural στομοίμεθα στομοῖσθε στομοῖντο
ImperativeSingular στομοῦ στομούσθω
Dual στομοῦσθον στομούσθων
Plural στομοῦσθε στομούσθων, στομούσθωσαν
Infinitive στομοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στομουμενος στομουμενου στομουμενη στομουμενης στομουμενον στομουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ὅταν δὲ τεχθῇ, ψυχόμενον ὑπὸ τοῦ ἀέροσ καὶ στομούμενον τὸ πνεῦμα μεταβάλλειν καὶ γίγνεσθαι ζῷον· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 412)

Synonyms

  1. to muzzle or gag

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION