Ancient Greek-English Dictionary Language

στολίς

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στολίς στολίδος

Structure: στολιδ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: = stolh/ II

Sense

  1. a garment, robe, worn as garments
  2. sails
  3. folds in

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ζῶναί τέ σοι χαλῶσι κοὐχ ἑξῆσ πέπλων στολίδεσ ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν σέθεν. (Euripides, episode18)
  • μέγα τοι δύναται νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδεσ κισσοῦ τε στεφθεῖσα χλόα νάρθηκασ εἰσ ἱερούσ, ῥόμβου θ’ εἱλισσομένα κύκλιοσ ἔνοσισ αἰθερία, βακχεύουσά τ’ ἔθειρα Βρομί ῳ καὶ παννυχίδεσ θεᾶσ. (Euripides, Helen, choral, antistrophe 22)
  • οὐ προκαλυπτομένα βοτρυχώδεοσ ἁβρὰ παρηίδοσ οὐδ’ ὑπὸ παρθενί‐ ασ τὸν ὑπὸ βλεφάροισ φοίνικ’, ἐρύθημα προσώπου, αἰδομένα φέρομαι βάκχα νεκύ‐ ων, κράδεμνα δικοῦσα κόμασ ἀπ’ ἐ‐ μᾶσ, στολίδοσ κροκόεσσαν ἀνεῖσα τρυφάν, ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric1)
  • οὐκ ἄστεσιν οἱᾶ̀ τ’ ἐν ἄλλοισ ἵδρυται, μαλακὰσ ἑσσαμένα στολίδασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1762)
  • ἀλλ’ ἴτε θαρσαλέοι, πρυμνήσια λύετε, ναῦται, πίτνατε δὲ πτερύγων λεπταλέασ στολίδασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 6 1:1)

Synonyms

  1. a garment

  2. sails

  3. folds in

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION