헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στοιχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στοιχέω

형태분석: στοιχέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: stoi=xos

  1. to go in a line or row: to go in battle-order
  2. to be in line with, walk by

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στοίχω

στοίχεις

στοίχει

쌍수 στοίχειτον

στοίχειτον

복수 στοίχουμεν

στοίχειτε

στοίχουσιν*

접속법단수 στοίχω

στοίχῃς

στοίχῃ

쌍수 στοίχητον

στοίχητον

복수 στοίχωμεν

στοίχητε

στοίχωσιν*

기원법단수 στοίχοιμι

στοίχοις

στοίχοι

쌍수 στοίχοιτον

στοιχοίτην

복수 στοίχοιμεν

στοίχοιτε

στοίχοιεν

명령법단수 στοῖχει

στοιχεῖτω

쌍수 στοίχειτον

στοιχεῖτων

복수 στοίχειτε

στοιχοῦντων, στοιχεῖτωσαν

부정사 στοίχειν

분사 남성여성중성
στοιχων

στοιχουντος

στοιχουσα

στοιχουσης

στοιχουν

στοιχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στοίχουμαι

στοίχει, στοίχῃ

στοίχειται

쌍수 στοίχεισθον

στοίχεισθον

복수 στοιχοῦμεθα

στοίχεισθε

στοίχουνται

접속법단수 στοίχωμαι

στοίχῃ

στοίχηται

쌍수 στοίχησθον

στοίχησθον

복수 στοιχώμεθα

στοίχησθε

στοίχωνται

기원법단수 στοιχοίμην

στοίχοιο

στοίχοιτο

쌍수 στοίχοισθον

στοιχοίσθην

복수 στοιχοίμεθα

στοίχοισθε

στοίχοιντο

명령법단수 στοίχου

στοιχεῖσθω

쌍수 στοίχεισθον

στοιχεῖσθων

복수 στοίχεισθε

στοιχεῖσθων, στοιχεῖσθωσαν

부정사 στοίχεισθαι

분사 남성여성중성
στοιχουμενος

στοιχουμενου

στοιχουμενη

στοιχουμενης

στοιχουμενον

στοιχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δύο δὲ ἱππῆσ, τοῦδε τοῦ στοίχου διέχοντεσ ὅσον ἐκδρομὰσ παρέχειν τοῖσ φιλίοισ ἱππεῦσι, προβέβληνται πρὸ τοῦ δεξιοῦ κέρωσ τῆσ χελώνησ, τοῦ ἐκδέχεσθαι τοὺσ ἐξακοντισμοὺσ τῶν ἐπ̓ εὐθὺ ἐπελαυνόντων. (Arrian, chapter 36 3:1)

    (아리아노스, chapter 36 3:1)

  • τί δῆτ’ ἐπὶ στοίχου ’στὶν οὕτωσ; (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 1:8)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Episode 1:8)

  • ὅκωσ δὲ ἀνίοι ὁ λίθοσ ἐπ’ αὐτόν, ἐσ ἑτέρην μηχανὴν ἐτίθετο ἑστεῶσαν ἐπὶ τοῦ πρώτου στοίχου, ἀπὸ τούτου δὲ ἐπὶ τὸν δεύτερον εἵλκετο στοῖχον ἐπ’ ἄλλησ μηχανῆσ· (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 125 4:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 125 4:1)

  • τὰ Ἴσθμια ἑστήκασιν εἰκόνεσ, τοῦτο δὲ πιτύων δένδρα ἐστὶ πεφυτευμένα ἐπὶ στοίχου, τὰ πολλὰ ἐσ εὐθὺ αὐτῶν ἀνήκοντα. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 1 14:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 1 14:3)

  • τούτου δὲ ἀπαντικρὺ ἄλλα ἐστὶν ἀναθήματα ἐπὶ στοίχου, ὡσ δὲ αὔτωσ Διὸσ καὶ Γανυμήδουσ ἀγάλματα· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 24 9:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 24 9:2)

유의어

  1. to go in a line or row

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION