고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: στιγματηφόρος στιγματηφόρον
형태분석: στιγματηφορ (어간) + ος (어미)
| 남/여성 | 중성 | ||
|---|---|---|---|
| 단수 | 주격 | στιγματηφόρος (이)가 | στιγματήφορον (것)가 |
| 속격 | στιγματηφόρου (이)의 | στιγματηφόρου (것)의 | |
| 여격 | στιγματηφόρῳ (이)에게 | στιγματηφόρῳ (것)에게 | |
| 대격 | στιγματηφόρον (이)를 | στιγματήφορον (것)를 | |
| 호격 | στιγματηφόρε (이)야 | στιγματήφορον (것)야 | |
| 쌍수 | 주/대/호 | στιγματηφόρω (이)들이 | στιγματηφόρω (것)들이 |
| 속/여 | στιγματηφόροιν (이)들의 | στιγματηφόροιν (것)들의 | |
| 복수 | 주격 | στιγματηφόροι (이)들이 | στιγματήφορα (것)들이 |
| 속격 | στιγματηφόρων (이)들의 | στιγματηφόρων (것)들의 | |
| 여격 | στιγματηφόροις (이)들에게 | στιγματηφόροις (것)들에게 | |
| 대격 | στιγματηφόρους (이)들을 | στιγματήφορα (것)들을 | |
| 호격 | στιγματηφόροι (이)들아 | στιγματήφορα (것)들아 | |
| 원급 | 비교급 | 최상급 | |
|---|---|---|---|
| 형용사 |
στιγματηφόρος στιγματηφόρου (이)의 |
στιγματηφορότερος στιγματηφοροτέρου 더 (이)의 |
στιγματηφορότατος στιγματηφοροτάτου 가장 (이)의 |
| 부사 | στιγματηφόρως | στιγματηφορότερον | στιγματηφορότατα |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기